Anonymous

τελωνέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1089.png Seite 1089]] ein [[τελώνης]] sein, die Zölle pachten und einnehmen, Luc. Pseudol. 30 u. A.; übrtr., τοὺς λόγους, von der Gelehrsamkeit Zoll nehmen, d. h. für Geld lehren, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1089.png Seite 1089]] ein [[τελώνης]] sein, die Zölle pachten und einnehmen, Luc. Pseudol. 30 u. A.; übrtr., τοὺς λόγους, von der Gelehrsamkeit Zoll nehmen, d. h. für Geld lehren, Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être fermier public, percepteur d'impôts.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τελωνέω''': εἶμαι [[τελώνης]], εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. [[τελώνης]] (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, [[μεγάλως]] φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. [[καπηλεύω]]. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς [[φόρος]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
|lstext='''τελωνέω''': εἶμαι [[τελώνης]], εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. [[τελώνης]] (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, [[μεγάλως]] φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. [[καπηλεύω]]. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς [[φόρος]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être fermier public, percepteur d'impôts.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm