Anonymous

τορεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] eigtl. = [[τορέω]], 1) durchbohren, durchstoßen, Eur. Cycl. 657; bei Ar. Th. 986, ᾠδὴν τόρευε, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich erklingen lassen, wo Einige haben τορνεύειν ändern wollen. – 2) gew. in Metall, Stein od. Holz Figuren erhaben arbeiten oder eingraben, erhabene, getriebene oder geschnitzte Arbeit verfertigen, schnitzen, graviren. Bei Sp. bes. vom Formen od. Gießen in Metall gebraucht; auch Arbeiten in Stein od. Metall mit dem Meißel überarbeiten, cisiliren; oft mit [[τορνεύω]] verwechselt; vgl. Lob. Phryn. 324 u. Mein. Men. p. 294.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] eigtl. = [[τορέω]], 1) durchbohren, durchstoßen, Eur. Cycl. 657; bei Ar. Th. 986, ᾠδὴν τόρευε, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich erklingen lassen, wo Einige haben τορνεύειν ändern wollen. – 2) gew. in Metall, Stein od. Holz Figuren erhaben arbeiten oder eingraben, erhabene, getriebene oder geschnitzte Arbeit verfertigen, schnitzen, graviren. Bei Sp. bes. vom Formen od. Gießen in Metall gebraucht; auch Arbeiten in Stein od. Metall mit dem Meißel überarbeiten, cisiliren; oft mit [[τορνεύω]] verwechselt; vgl. Lob. Phryn. 324 u. Mein. Men. p. 294.
}}
{{bailly
|btext=travailler au ciseau <i>ou</i> au burin ; ciseler, graver en creux <i>ou</i> en relief, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τορεύω''': ([[τόρος]]) [[κυρίως]] = [[τορέω]], διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, [[ἔνθα]] ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. [[ἐργάζομαι]] τὸ [[μέταλλον]] σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. [[ἐργάζομαι]] [[ἔργον]] ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους [[σκαλίζω]] διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. [[σίδηρον]] Στράβ. 631· ἄργυρον, [[κύπελλον]] Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[παριστάνω]] κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον [[αὐτόθι]] 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· [[παιδίον]] ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 [[γράμμα]] τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[τορνεύω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.
|lstext='''τορεύω''': ([[τόρος]]) [[κυρίως]] = [[τορέω]], διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, [[ἔνθα]] ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. [[ἐργάζομαι]] τὸ [[μέταλλον]] σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. [[ἐργάζομαι]] [[ἔργον]] ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους [[σκαλίζω]] διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. [[σίδηρον]] Στράβ. 631· ἄργυρον, [[κύπελλον]] Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[παριστάνω]] κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον [[αὐτόθι]] 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· [[παιδίον]] ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 [[γράμμα]] τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[τορνεύω]], ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.
}}
{{bailly
|btext=travailler au ciseau <i>ou</i> au burin ; ciseler, graver en creux <i>ou</i> en relief, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
}}
{{grml
{{grml