3,258,334
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] wie das poet. [[τοξάζομαι]], mit dem Bogen schießen; τινός, wonach, Il. 23, 855; πάντες, ὥςτε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1021; εἴς τι, Her. 8, 128; [[πρός]] τι, 4, 94; absolut, 1, 136, wie Plat. Alc. II, 145 c u. A. – Τινά, mit dem Bogen erschießen, Her. 3, 74; pass., Xen. An. 1, 8, 20. – Vom Bogen abschießen, ἡμῖν μὲν [[ἤδη]] [[πᾶν]] τετόξευται [[βέλος]], Aesch. Eum. 646; übrtr., [[ῥίμφα]] ἐτόξευον ὕμνους, Pind. I. 2, 3, wie Aesch. [[γλῶσσα]] τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια, Suppl. 441; so ἔπη, Worte wie Pfeile, d. i. spitzige Worte schleudern, Philp. 83 (VII, 405). – Übertr. = worauf zielen, bezwecken, beabsichtigen, [[ταῦτα]] [[νοῦς]] ἐτόξευε [[μάτην]], darnach zielte der Geist vergebens, Eur. Hec. 603, vgl. Tr. 255; ἡ τυραννὶς [[πάντοθεν]] τοξεύεται ἔρωσιν, die Herrschaft wird auf allen Seiten von Liebhabern als Ziel erwählt, bestürmt, frg.; Soph. [[ὅστις]] καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας ἐκράτησε τοῦ πάντ' εὐδαίμονος ὄλβου, O. R. 1196. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] wie das poet. [[τοξάζομαι]], mit dem Bogen schießen; τινός, wonach, Il. 23, 855; πάντες, ὥςτε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1021; εἴς τι, Her. 8, 128; [[πρός]] τι, 4, 94; absolut, 1, 136, wie Plat. Alc. II, 145 c u. A. – Τινά, mit dem Bogen erschießen, Her. 3, 74; pass., Xen. An. 1, 8, 20. – Vom Bogen abschießen, ἡμῖν μὲν [[ἤδη]] [[πᾶν]] τετόξευται [[βέλος]], Aesch. Eum. 646; übrtr., [[ῥίμφα]] ἐτόξευον ὕμνους, Pind. I. 2, 3, wie Aesch. [[γλῶσσα]] τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια, Suppl. 441; so ἔπη, Worte wie Pfeile, d. i. spitzige Worte schleudern, Philp. 83 (VII, 405). – Übertr. = worauf zielen, bezwecken, beabsichtigen, [[ταῦτα]] [[νοῦς]] ἐτόξευε [[μάτην]], darnach zielte der Geist vergebens, Eur. Hec. 603, vgl. Tr. 255; ἡ τυραννὶς [[πάντοθεν]] τοξεύεται ἔρωσιν, die Herrschaft wird auf allen Seiten von Liebhabern als Ziel erwählt, bestürmt, frg.; Soph. [[ὅστις]] καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας ἐκράτησε τοῦ πάντ' εὐδαίμονος ὄλβου, O. R. 1196. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> τοξεύσω, <i>ao.</i> ἐτόξευσα, <i>pf.</i> τετόξευκα;<br /><b>1</b> tirer de l'arc, lancer des flèches ; τινος, [[εἴς]] τινα contre qqn;<br /><b>2</b> atteindre de ses flèches, acc.;<br /><b>3</b> viser avec une flèche, gén. ; <i>fig. avec acc.</i> [[ταῦτα]] [[νοῦς]] ἐτόξευσε [[μάτην]] EUR l'esprit a vainement visé de ce côté.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξεύω''': μέλλ. -σω, ὡς τὸ [[τοξάζομαι]] (ὃ ἴδε), βάλλω διὰ τοῦ τόξου, τινός, κατά τινος σημείου, Ἰλ. Ψ. 855· πάντες, [[ὥστε]] τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1034· [[ὡσαύτως]], τ. ἐπὶ σκοποῦ Πλάτ. Σίσυφ. 391Α· εἴς τινα Ἡρόδ. 1. 214, Ξεν.· κατά τινος Λουκ. Ἁλιεὺς 7· ἐς [[χωρίον]], ἐς τὰ γυμνὰ Ἡρόδ. 8. 128, Θουκ. 3. 23· ἐπ’ ἐκεῖνο Λουκ. π. Διαβολ. 15· πρὸς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 94· - μεταφορ., τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας Εὐρ. Τρῳ. 638, πρβλ. Ἴωνα 1411· - ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τόξου, [[τοξεύω]], Ἡρόδ. 1. 136· τὸν παῖδα τοξεύσας ἀπολωλέκεε, διὰ βέλους, ὁ αὐτ. 3. 74, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1188, Θουκ., κλπ.· καθ’ ὑπερβολὰν τοξεύσας, ὑψηλότερον τοῦ δέοντος, Σοφ. Ο. Τ. 1196· μετὰ δοτ. τρόπου, τ. τοξήρει ψαλμῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1064· εὔσκοπα ἢ ἄσκοπα τ., ἐπιτυχῶς ἢ [[ἀσκόπως]], Λουκ. Νιγρ. 36, Τόξ. 62.<br /> ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[τοξεύω]], πλήττω διὰ βέλους, τινὰ Εὐρ. Τρῳ. 255, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 12· [[θηρίον]] ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 10· ἔλαφον Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86. - Παθητ., πλήττομαι διὰ βέλους, Θουκ. 3. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 20., 4.-1, 18· - μεταφορ., [[ἔρως]], ἐτόξευσ’ αὐτὸν Εὐρ. Τρῳ. 255· ἡ τυραννὶς [[πάντοθεν]] τοξεύεται, προσβάλλεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 846· - πρβλ. [[κατατοξεύω]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ κύρια [[λέξις]] ἡ δηλοῦσα τὸ [[φονεύω]] διὰ βέλους. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., βάλλω ἀπὸ τόξου, μεταφ. [[ἐκπέμπω]], [[ἀποστέλλω]], τ. ὕμνους Πινδ. Ι. 2. 5· [[γλῶσσα]] τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια Αἰσχύλ. Ἱκ. 446· [[ταῦτα]] [[νοῦς]] ἐτόξευσεν [[μάτην]], ματαίως ἔρριψε τὰ βέλη [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 603. - Παθ., ἡμῖν γὰρ ἤδη πᾶν τετόξευται [[βέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 676. | |lstext='''τοξεύω''': μέλλ. -σω, ὡς τὸ [[τοξάζομαι]] (ὃ ἴδε), βάλλω διὰ τοῦ τόξου, τινός, κατά τινος σημείου, Ἰλ. Ψ. 855· πάντες, [[ὥστε]] τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1034· [[ὡσαύτως]], τ. ἐπὶ σκοποῦ Πλάτ. Σίσυφ. 391Α· εἴς τινα Ἡρόδ. 1. 214, Ξεν.· κατά τινος Λουκ. Ἁλιεὺς 7· ἐς [[χωρίον]], ἐς τὰ γυμνὰ Ἡρόδ. 8. 128, Θουκ. 3. 23· ἐπ’ ἐκεῖνο Λουκ. π. Διαβολ. 15· πρὸς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 94· - μεταφορ., τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας Εὐρ. Τρῳ. 638, πρβλ. Ἴωνα 1411· - ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τόξου, [[τοξεύω]], Ἡρόδ. 1. 136· τὸν παῖδα τοξεύσας ἀπολωλέκεε, διὰ βέλους, ὁ αὐτ. 3. 74, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1188, Θουκ., κλπ.· καθ’ ὑπερβολὰν τοξεύσας, ὑψηλότερον τοῦ δέοντος, Σοφ. Ο. Τ. 1196· μετὰ δοτ. τρόπου, τ. τοξήρει ψαλμῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1064· εὔσκοπα ἢ ἄσκοπα τ., ἐπιτυχῶς ἢ [[ἀσκόπως]], Λουκ. Νιγρ. 36, Τόξ. 62.<br /> ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., [[τοξεύω]], πλήττω διὰ βέλους, τινὰ Εὐρ. Τρῳ. 255, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 12· [[θηρίον]] ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 10· ἔλαφον Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86. - Παθητ., πλήττομαι διὰ βέλους, Θουκ. 3. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 20., 4.-1, 18· - μεταφορ., [[ἔρως]], ἐτόξευσ’ αὐτὸν Εὐρ. Τρῳ. 255· ἡ τυραννὶς [[πάντοθεν]] τοξεύεται, προσβάλλεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 846· - πρβλ. [[κατατοξεύω]], [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἡ κύρια [[λέξις]] ἡ δηλοῦσα τὸ [[φονεύω]] διὰ βέλους. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., βάλλω ἀπὸ τόξου, μεταφ. [[ἐκπέμπω]], [[ἀποστέλλω]], τ. ὕμνους Πινδ. Ι. 2. 5· [[γλῶσσα]] τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια Αἰσχύλ. Ἱκ. 446· [[ταῦτα]] [[νοῦς]] ἐτόξευσεν [[μάτην]], ματαίως ἔρριψε τὰ βέλη [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 603. - Παθ., ἡμῖν γὰρ ἤδη πᾶν τετόξευται [[βέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 676. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |