Anonymous

τοξικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; [[θῶμιγξ]], Aesch. Pers. 452; ἡ τοξική, sc. [[τέχνη]], die Kunst mit dem Bogen zu schießen, Plat. Legg. VII, 804 c Lach. 198 b u. öfter; auch ohne Artikel, Xen. An. 1, 9, 6; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen, Xen. Cyr. 6, 2, 4; – τὸ τοξικόν, sc. [[φάρμακον]], das Gift, womit man die Pfeile bestrich. – Auch als Collectivum = οἱ τοξόται, D. C. 36, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; [[θῶμιγξ]], Aesch. Pers. 452; ἡ τοξική, sc. [[τέχνη]], die Kunst mit dem Bogen zu schießen, Plat. Legg. VII, 804 c Lach. 198 b u. öfter; auch ohne Artikel, Xen. An. 1, 9, 6; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen, Xen. Cyr. 6, 2, 4; – τὸ τοξικόν, sc. [[φάρμακον]], das Gift, womit man die Pfeile bestrich. – Auch als Collectivum = οἱ τοξόται, D. C. 36, 30.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un arc <i>ou</i> pour des flèches ; ἡ τοξική ([[τέχνη]]) l'art de tirer de l'arc ; τοξικὸν [[φάρμακον]] <i>ou subst.</i> τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;<br /><b>2</b> qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d'archers;<br /><b>3</b> habile à tirer des flèches;<br /><i>Sp.</i> τοξικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξικός''': -ή, -όν, ([[τόξον]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[τόξον]], τ. [[θῶμιγξ]], ἄτρακτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 460, Ἀποσπ. 129· τ. [[στολή]], ὁ ὁπλισμὸς τοῦ τοξότου, Πλάτ. Νόμ. 833Β. 2) ἡ τοξικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ τοξότου [[τέχνη]] καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α, Λάχ. 193C, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τοξοσύνη]]. 3) ἡ τ. (ἐξυπ. θυρὶς) στενὸν παράθυρον πρὸς τόξευσιν, «πολεμίστρα», Ἑβδ. (Κριτ. Ε΄, 28), Συμμ. Ἰεζεκ. Μ΄, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἠσκημένος εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, [[ἔμπειρος]] [[τοξότης]], Πάνδαρος Πλούτ. 2. 405Β· τοξικώτατος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4. ΙΙΙ. τὸ τοξικόν, περιληπτικῶς, = οἱ τοξόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 462. 2) τ. [[φάρμακον]], δηλητήριον δι’ οὗ ἤλειφον τὰ βέλη, Ἀριστ. π. Θαυμ. 86· τὸ τ. Στράβ. 165, Αἰλ. π. Ζ. 9. 15.
|lstext='''τοξικός''': -ή, -όν, ([[τόξον]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[τόξον]], τ. [[θῶμιγξ]], ἄτρακτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 460, Ἀποσπ. 129· τ. [[στολή]], ὁ ὁπλισμὸς τοῦ τοξότου, Πλάτ. Νόμ. 833Β. 2) ἡ τοξικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ τοξότου [[τέχνη]] καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α, Λάχ. 193C, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τοξοσύνη]]. 3) ἡ τ. (ἐξυπ. θυρὶς) στενὸν παράθυρον πρὸς τόξευσιν, «πολεμίστρα», Ἑβδ. (Κριτ. Ε΄, 28), Συμμ. Ἰεζεκ. Μ΄, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἠσκημένος εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, [[ἔμπειρος]] [[τοξότης]], Πάνδαρος Πλούτ. 2. 405Β· τοξικώτατος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4. ΙΙΙ. τὸ τοξικόν, περιληπτικῶς, = οἱ τοξόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 462. 2) τ. [[φάρμακον]], δηλητήριον δι’ οὗ ἤλειφον τὰ βέλη, Ἀριστ. π. Θαυμ. 86· τὸ τ. Στράβ. 165, Αἰλ. π. Ζ. 9. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un arc <i>ou</i> pour des flèches ; ἡ τοξική ([[τέχνη]]) l'art de tirer de l'arc ; τοξικὸν [[φάρμακον]] <i>ou subst.</i> τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;<br /><b>2</b> qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d'archers;<br /><b>3</b> habile à tirer des flèches;<br /><i>Sp.</i> τοξικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}
{{grml
{{grml