Anonymous

τρέμω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1136.png Seite 1136]] nur im praes. u. impf. gebräuchlich, [[zittern]], erzittern, beben; τρέμε δ' [[οὔρεα]] μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισιν, Il. 13, 18; auch von einem leicht flatternden Gewande, 21, 507; bes. vor Furcht zittern, 10, 390 Od. 11, 527; von einem Trunkenen, Anacr. 1, 9; a. sp. D., wie Agath. 11 (V, 269). – Uebh. sich fürchten, [[τρέμω]] ἰδέσθαι, Aesch. Spt. 401; κορᾶν ἃς τρέμομεν λέγειν, Soph. O. C. 128; τοῦτον [[Οἰδίπους]] [[πάλαι]] τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι, O. R. 947; πόσιν τρέμουσα, Eur. Andr. 809; τρέμουσα κῶλα, Med. 1169; ἀνὴρ οὐ τρέμει τὰ πράγματα, Ar. Ach. 469, vgl. Equ. 265; u. in Prosa: [[περί]] τινος, Plat. Rep. VIII, 554 d; τὸ μέλλον, Parm. 137 a; Dem. u. Folgde, wie Luc. Tyrannic. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1136.png Seite 1136]] nur im praes. u. impf. gebräuchlich, [[zittern]], erzittern, beben; τρέμε δ' [[οὔρεα]] μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισιν, Il. 13, 18; auch von einem leicht flatternden Gewande, 21, 507; bes. vor Furcht zittern, 10, 390 Od. 11, 527; von einem Trunkenen, Anacr. 1, 9; a. sp. D., wie Agath. 11 (V, 269). – Uebh. sich fürchten, [[τρέμω]] ἰδέσθαι, Aesch. Spt. 401; κορᾶν ἃς τρέμομεν λέγειν, Soph. O. C. 128; τοῦτον [[Οἰδίπους]] [[πάλαι]] τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι, O. R. 947; πόσιν τρέμουσα, Eur. Andr. 809; τρέμουσα κῶλα, Med. 1169; ἀνὴρ οὐ τρέμει τὰ πράγματα, Ar. Ach. 469, vgl. Equ. 265; u. in Prosa: [[περί]] τινος, Plat. Rep. VIII, 554 d; τὸ μέλλον, Parm. 137 a; Dem. u. Folgde, wie Luc. Tyrannic. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> trembler, s'agiter, s'ébranler;<br /><b>2</b> trembler de crainte : [[τι]] au sujet de ch ; avec l'inf. craindre de ; avec [[μή]] : craindre que.<br />'''Étymologie:''' R. Τρεμ, trembler ; cf. <i>lat.</i> tremo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρέμω''': μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· πρκμ. τετρέμηκα ἐν τῷ Μέγ. Ἐτυμ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ τετρεμαίνω, ἀτρέμας, τρομέω, τρομερός, πρβλ. Λατ. trem-o, trem-or, trem-ulus· Λιθ. trim-u (tremo).) Ὡς καὶ νῦν, [[τρέμω]], σείομαι, τρέμε δ᾿ [[οὔρεα]] μακρὰ καὶ ὕλη ποσὶν ὑπ᾿ ἀθανάτοισιν Ἰλ. Ν. 18, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 137, (ἴδε [[ἀμφιτρέμω]])· ὠλένας τρέμων ἄκρας… Εὐρ. Ι. Τ. 283· τρέμουσα κῶλα ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1169· τρέμει ἡ φωνὴ Ἀριστ. Προβλ. 11. 62· καὶ ἐπὶ προσώπων, τρέμειν τὴν φωνὴν [[αὐτόθι]]. ΙΙ. [[μάλιστα]], [[τρέμω]] ἐκ φόβου, Ἰλ. Κ. 390. Ὀδ. Λ. 527· φόβῳ, φρίκῃ τρ. Εὐρ. Ἴων 1452, Τρῳ. 1026· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] [[τρέμω]], εἶμαι πεφοβημένος, δεδιὼς καὶ τρ. Δημ. 314. 24. 2) μετ᾿ ἀπαρεμ. ὡς τὸ [[τρομέω]], [[τρέμω]] ἢ φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Θήβ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 129· οὕτω καί, τρ. μὴ κτάνῃ τὸν ἄνδρα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 947, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 808, 1057. 3) μετ᾿ αἰτ., [[τρέμω]] τι, τὸ φοβοῦμαι, Σοφ. Ο. Κ. 256, Εὐρ. Ἠλ. 643, κλπ.· τρ. τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 489· τὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 266· τὸ μέλλον Πλάτ. Παρμ. 137Α· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. ἕνεκά τινος, Ἀντιφῶν 120. 11· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 118. 35, Πλάτ. Πολ. 554D.
|lstext='''τρέμω''': μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· πρκμ. τετρέμηκα ἐν τῷ Μέγ. Ἐτυμ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ τετρεμαίνω, ἀτρέμας, τρομέω, τρομερός, πρβλ. Λατ. trem-o, trem-or, trem-ulus· Λιθ. trim-u (tremo).) Ὡς καὶ νῦν, [[τρέμω]], σείομαι, τρέμε δ᾿ [[οὔρεα]] μακρὰ καὶ ὕλη ποσὶν ὑπ᾿ ἀθανάτοισιν Ἰλ. Ν. 18, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 137, (ἴδε [[ἀμφιτρέμω]])· ὠλένας τρέμων ἄκρας… Εὐρ. Ι. Τ. 283· τρέμουσα κῶλα ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1169· τρέμει ἡ φωνὴ Ἀριστ. Προβλ. 11. 62· καὶ ἐπὶ προσώπων, τρέμειν τὴν φωνὴν [[αὐτόθι]]. ΙΙ. [[μάλιστα]], [[τρέμω]] ἐκ φόβου, Ἰλ. Κ. 390. Ὀδ. Λ. 527· φόβῳ, φρίκῃ τρ. Εὐρ. Ἴων 1452, Τρῳ. 1026· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] [[τρέμω]], εἶμαι πεφοβημένος, δεδιὼς καὶ τρ. Δημ. 314. 24. 2) μετ᾿ ἀπαρεμ. ὡς τὸ [[τρομέω]], [[τρέμω]] ἢ φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Θήβ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 129· οὕτω καί, τρ. μὴ κτάνῃ τὸν ἄνδρα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 947, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 808, 1057. 3) μετ᾿ αἰτ., [[τρέμω]] τι, τὸ φοβοῦμαι, Σοφ. Ο. Κ. 256, Εὐρ. Ἠλ. 643, κλπ.· τρ. τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 489· τὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 266· τὸ μέλλον Πλάτ. Παρμ. 137Α· ‒ [[ὡσαύτως]], τρ. ἕνεκά τινος, Ἀντιφῶν 120. 11· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 118. 35, Πλάτ. Πολ. 554D.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> trembler, s'agiter, s'ébranler;<br /><b>2</b> trembler de crainte : [[τι]] au sujet de ch ; avec l'inf. craindre de ; avec [[μή]] : craindre que.<br />'''Étymologie:''' R. Τρεμ, trembler ; cf. <i>lat.</i> tremo.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth