3,256,628
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1155.png Seite 1155]] ἡ, 1) alle Früchte, die im Herbste reif gelesen, eingeerntet werden, Feld- u. Baumfrüchte, Getreide, Obst, Wein u. dgl., H. h. Apoll. 35; Ernte, Weinlese, τρύγας πάσας ἐξεφόρησε, vom Wein, Gaetul. 8 (XI, 409), u. a. Sp. – 2) Trockenheit, Dürre, Nic. Th. 367. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1155.png Seite 1155]] ἡ, 1) alle Früchte, die im Herbste reif gelesen, eingeerntet werden, Feld- u. Baumfrüchte, Getreide, Obst, Wein u. dgl., H. h. Apoll. 35; Ernte, Weinlese, τρύγας πάσας ἐξεφόρησε, vom Wein, Gaetul. 8 (XI, 409), u. a. Sp. – 2) Trockenheit, Dürre, Nic. Th. 367. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />récolte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[τρυγάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύγη''': [ῠ], ἡ, [[ὥριμος]] καρπός, δηλ. 1) γεννημάτων εἰσοδεία, [[σῖτος]], κλπ., οὐδὲ τρύγην οἴσεις Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 55, πρβλ. Θεογνώστου Κανόν. σ. 24, Εὐστ. 1003. 59· «[[τρύγη]]· ὁ [[πυρός]], καὶ ἡ [[κριθή]], καὶ πᾶς [[ἄλλος]] καρπός, καὶ ποιὰ [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. 2) [[τρυγητός]], συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν, Ἀνθ. Π. 11. 203, Ἀθήν. 40Β, κλπ.· τρ. [[ἀμπέλων]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 31· οἱ ἐπὶ τρύγῃ, οἱ τρυγῶντες, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σταφυλοδρόμοι, πρβλ. [[τρυγητήρ]]. ΙΙ. [[ξηρασία]], Νικ. Θηρ. 368. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. [[τρύγω]], [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὡρίμου περιέχει τὴν τῆς ξηρότητος· πρβλ. [[τρύγω]]). | |lstext='''τρύγη''': [ῠ], ἡ, [[ὥριμος]] καρπός, δηλ. 1) γεννημάτων εἰσοδεία, [[σῖτος]], κλπ., οὐδὲ τρύγην οἴσεις Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 55, πρβλ. Θεογνώστου Κανόν. σ. 24, Εὐστ. 1003. 59· «[[τρύγη]]· ὁ [[πυρός]], καὶ ἡ [[κριθή]], καὶ πᾶς [[ἄλλος]] καρπός, καὶ ποιὰ [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. 2) [[τρυγητός]], συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν, Ἀνθ. Π. 11. 203, Ἀθήν. 40Β, κλπ.· τρ. [[ἀμπέλων]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 31· οἱ ἐπὶ τρύγῃ, οἱ τρυγῶντες, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σταφυλοδρόμοι, πρβλ. [[τρυγητήρ]]. ΙΙ. [[ξηρασία]], Νικ. Θηρ. 368. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. [[τρύγω]], [[ἐπειδὴ]] ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὡρίμου περιέχει τὴν τῆς ξηρότητος· πρβλ. [[τρύγω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |