3,274,919
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1156.png Seite 1156]] ἡ, 1) junger, ungegohrener Wein mit den Hefen, Most; Her. 4, 23; Cratin. bei Poll. 6, 18; Ar. oft. Sprichwörtlich τρὺξ κατ' ὀπώραν, Most im Herbste, der noch nicht gegohren hat, zur Bezeichnung einer noch unentschiedenen Sache. – 2) die Hefen selbst vom Weine, Oel u. dgl.; [[οἶνον]] ἀπὸ τρυγὸς [[ἄγρει]], Archil. 49; ἐπειδὴ καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ' ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα, Ar. Plut. 1085; Plut. Symp. 6, 7 u. öfter; ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου, Luc. Tim. 19; dah. καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων, Theocr. 7, 70, bis auf den Grund; – übertr. vom Metall, die Schlacken, τρὺξ σιδηρήεσσα, Eisenschlacken, Nic. Al. 51; vgl. Lob. Phryn. 73; Euod. 2 (Plan. 155) nennt das Echo φωνῆς τρύγα. – 3) τρύγες στεμφυλίτιδες, auch ἡ ἀπὸ στεμφύλων [[τρύξ]], aus den Trestern gepreßter Nachwein, Lauer, sonst [[τρυγηφάνιος]], Hippocr., Geopon. u. a. Sp.; – τρὺξ οἴνου ὀπτή, od. πεφρυγμένη, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz; bei Theophr. sind τροχίσκοι τρυγός, ᾗ ῥυπτόμεθα, Fleckkügelchen; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1156.png Seite 1156]] ἡ, 1) junger, ungegohrener Wein mit den Hefen, Most; Her. 4, 23; Cratin. bei Poll. 6, 18; Ar. oft. Sprichwörtlich τρὺξ κατ' ὀπώραν, Most im Herbste, der noch nicht gegohren hat, zur Bezeichnung einer noch unentschiedenen Sache. – 2) die Hefen selbst vom Weine, Oel u. dgl.; [[οἶνον]] ἀπὸ τρυγὸς [[ἄγρει]], Archil. 49; ἐπειδὴ καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ' ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα, Ar. Plut. 1085; Plut. Symp. 6, 7 u. öfter; ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου, Luc. Tim. 19; dah. καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων, Theocr. 7, 70, bis auf den Grund; – übertr. vom Metall, die Schlacken, τρὺξ σιδηρήεσσα, Eisenschlacken, Nic. Al. 51; vgl. Lob. Phryn. 73; Euod. 2 (Plan. 155) nennt das Echo φωνῆς τρύγα. – 3) τρύγες στεμφυλίτιδες, auch ἡ ἀπὸ στεμφύλων [[τρύξ]], aus den Trestern gepreßter Nachwein, Lauer, sonst [[τρυγηφάνιος]], Hippocr., Geopon. u. a. Sp.; – τρὺξ οἴνου ὀπτή, od. πεφρυγμένη, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz; bei Theophr. sind τροχίσκοι τρυγός, ᾗ ῥυπτόμεθα, Fleckkügelchen; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[τρυγός]] (ἡ) :<br /><b>I.</b> vin nouveau, vin doux;<br /><b>II.</b> marc <i>ou</i> lie de vin <i>ou</i> d'huile ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> τρὺξ κατ’ ὀπώραν la lie à l'époque du raisin, <i>càd</i> avant la vendange <i>en parl. d'une chose ou d'une entreprise prématurée ; p. ext.</i> :<br /><b>1</b> sédiment, dépôt d'un liquide;<br /><b>2</b> <i>comiq. en parl. d'un vieil homme ou d'une vieille femme</i> vieux résidu.<br />'''Étymologie:''' R. Τρυ allongée en Τρυγ, user, épuiser ; cf. [[τρύω]], [[τρύχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύξ''': ἡ, γεν. τρῠγός, (συγγενὲς τῷ [[τρύγη]])· - [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ὑποστὰς τὴν ζύμωσιν καὶ μὴ στραγγισθείς, [[οἶνος]] μετὰ τῆς τρυγός, [[γλεῦκος]] ἀδιήθητον, Λατ. mustum, Ἀνακρ. 39, Ἡρόδ. 4. 23, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, κ. ἀλλ.· [[ὅθεν]], καὶ [[ἁπλῶς]] [[οἶνος]], «τὸν [[οἶνον]] καὶ τρύγα ἐκάλουν, ὡς ἐν ὥραις Κρατῖνος λέγει» Πολυδ. ϛʹ, 18 (Κρατῖνος ἐν ὥραις 4)· - παροιμ., τρὺξ κατ’ ὀπώραν, [[γλεῦκος]] τὸ [[φθινόπωρον]], δηλ. [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] τελειωθεῖσα, Κικ. Ἀττ. 2. 12, 3. ΙΙ. ἡ [[ὑποστάθμη]], τοῦ οἴνου, ἡ «λάσπη τοῦ κρασιοῦ», Λατ. faex, [[οἶνος]] ἀπὸ τρυγὸς Ἀρχίλ. 4· [[ἐπειδὴ]] καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα Ἀριστοφ. Πλ. 1085· κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων Θεόκρ. 7. 70· ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου Λουκ. Τίμ. 19, οὕτω, τὰ καθιζήματα ἄλλων ὑγρῶν, «μοῦργα», τρ. τοῦ ἄσχυ Ἡρόδ. 4. 23· ἐλαίου Πολυδ. Α΄, 245· ὄξους Νικ. Θηρ. 933· ὕδατος Πλούτ. 2. 895C. 2) ἐπὶ μετάλλων, ἡ [[σκωρία]], Λατ. scoria, τρὺξ σιδηρήεσσα Νικ. Ἀλ. 51· χαλκοῦ Διοσκ. 5. 120. 3) ὕλη τις ὁμοία τρυγὶ ἐν τῷ στομάχῳ, Ἱππ. 1159F· τοῦ αἵματος Γαλην. 4) μεταφ., ἠχώ..., φωνῆς τρύγα Ἀνθ. Πλαν. 155· - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἢ γραίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1309, Πλ. 1086. ΙΙΙ. αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] ἐκθλιβόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, [[ἀδύνατος]] [[οἶνος]], Λατ. lora, Ἱππ. 359. 8· ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρὺξ Γεωπ. 6. 13, 2· [[οὕτως]] [[ἄνευ]] προσδιορισμοῦ τινος, Γαλην.· πρβλ. [[τρυγηφάνιος]]. IV. τρὺξ οἴνου ὀπτὴ ἢ πεφρυγμένη, «κρεμόρι» ἢ «κρεμοτάρταρον», μεταγ. [[φέκλη]] (Λατ. faecula), λαμβανόμενον ἐκ τῆς ξηρᾶς τρυγὸς ἥτις ἀπομένει ἐπὶ τοῦ πυθμένος καὶ τῶν πλευρῶν οἰνοφόρου πίθου, τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα, καθαριστικὸς [[τροχίσκος]] ἐκ τοιαύτης οὐσίας ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 9, 3. | |lstext='''τρύξ''': ἡ, γεν. τρῠγός, (συγγενὲς τῷ [[τρύγη]])· - [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ὑποστὰς τὴν ζύμωσιν καὶ μὴ στραγγισθείς, [[οἶνος]] μετὰ τῆς τρυγός, [[γλεῦκος]] ἀδιήθητον, Λατ. mustum, Ἀνακρ. 39, Ἡρόδ. 4. 23, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, κ. ἀλλ.· [[ὅθεν]], καὶ [[ἁπλῶς]] [[οἶνος]], «τὸν [[οἶνον]] καὶ τρύγα ἐκάλουν, ὡς ἐν ὥραις Κρατῖνος λέγει» Πολυδ. ϛʹ, 18 (Κρατῖνος ἐν ὥραις 4)· - παροιμ., τρὺξ κατ’ ὀπώραν, [[γλεῦκος]] τὸ [[φθινόπωρον]], δηλ. [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] τελειωθεῖσα, Κικ. Ἀττ. 2. 12, 3. ΙΙ. ἡ [[ὑποστάθμη]], τοῦ οἴνου, ἡ «λάσπη τοῦ κρασιοῦ», Λατ. faex, [[οἶνος]] ἀπὸ τρυγὸς Ἀρχίλ. 4· [[ἐπειδὴ]] καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα Ἀριστοφ. Πλ. 1085· κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων Θεόκρ. 7. 70· ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου Λουκ. Τίμ. 19, οὕτω, τὰ καθιζήματα ἄλλων ὑγρῶν, «μοῦργα», τρ. τοῦ ἄσχυ Ἡρόδ. 4. 23· ἐλαίου Πολυδ. Α΄, 245· ὄξους Νικ. Θηρ. 933· ὕδατος Πλούτ. 2. 895C. 2) ἐπὶ μετάλλων, ἡ [[σκωρία]], Λατ. scoria, τρὺξ σιδηρήεσσα Νικ. Ἀλ. 51· χαλκοῦ Διοσκ. 5. 120. 3) ὕλη τις ὁμοία τρυγὶ ἐν τῷ στομάχῳ, Ἱππ. 1159F· τοῦ αἵματος Γαλην. 4) μεταφ., ἠχώ..., φωνῆς τρύγα Ἀνθ. Πλαν. 155· - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἢ γραίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1309, Πλ. 1086. ΙΙΙ. αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] ἐκθλιβόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, [[ἀδύνατος]] [[οἶνος]], Λατ. lora, Ἱππ. 359. 8· ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρὺξ Γεωπ. 6. 13, 2· [[οὕτως]] [[ἄνευ]] προσδιορισμοῦ τινος, Γαλην.· πρβλ. [[τρυγηφάνιος]]. IV. τρὺξ οἴνου ὀπτὴ ἢ πεφρυγμένη, «κρεμόρι» ἢ «κρεμοτάρταρον», μεταγ. [[φέκλη]] (Λατ. faecula), λαμβανόμενον ἐκ τῆς ξηρᾶς τρυγὸς ἥτις ἀπομένει ἐπὶ τοῦ πυθμένος καὶ τῶν πλευρῶν οἰνοφόρου πίθου, τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα, καθαριστικὸς [[τροχίσκος]] ἐκ τοιαύτης οὐσίας ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |