3,277,121
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trixo/brws | |Beta Code=trixo/brws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[eating hair]]: hence [[τριχόβρωτες]], = [[σῆτες]] or [[θρῖπες]], [[moths]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1111</span> (τριχοβρῶτες <span class="bibl">Poll.2.24</span>; both accents admitted by Sch.Ar. [[l.c.]] (1110)). | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[eating hair]]: hence [[τριχόβρωτες]], = [[σῆτες]] or [[θρῖπες]], [[moths]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1111</span> (τριχοβρῶτες <span class="bibl">Poll.2.24</span>; both accents admitted by Sch.Ar. [[l.c.]] (1110)). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | |lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |