Anonymous

τύμβος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1161.png Seite 1161]] ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist ([[τύφω]]), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der [[Grabhügel]]; Il. 2, 604. 793; τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον 7, 435; στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ 11, 371; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν [[Παναχαιοί]] Od. 1, 239 u. öfter; Pind. N. 10, 66 Ol. 1, 93; τύμβῳ χέουσα τάσδε χοάς Aesch. Ch. 85, u. öfter; Soph., wie Eur., Ar. u. in Prosa überall; – übh. Erdhügel, γῆς Qu. Sm. 1, 328. – In B. A. 304 wird erkl. οὐ τὸν τάφον λέγει, ἀλλὰ τὸν τόπον τὸν [[ἀπεικόνισμα]] σχόντα (Leichenstein), [[ὅπερ]] [[ἡμεῖς]] [[ἐπιζήτημα]] λέγομεν; Eur. vrbdt auch [[γέρων]] [[τύμβος]], = [[τυμβογέρων]], Med. 1206, gleichsam ein wandelndes Grab; vgl. Heracl. 167 u. Ar. Lys. 372.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1161.png Seite 1161]] ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist ([[τύφω]]), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der [[Grabhügel]]; Il. 2, 604. 793; τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον 7, 435; στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ 11, 371; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν [[Παναχαιοί]] Od. 1, 239 u. öfter; Pind. N. 10, 66 Ol. 1, 93; τύμβῳ χέουσα τάσδε χοάς Aesch. Ch. 85, u. öfter; Soph., wie Eur., Ar. u. in Prosa überall; – übh. Erdhügel, γῆς Qu. Sm. 1, 328. – In B. A. 304 wird erkl. οὐ τὸν τάφον λέγει, ἀλλὰ τὸν τόπον τὸν [[ἀπεικόνισμα]] σχόντα (Leichenstein), [[ὅπερ]] [[ἡμεῖς]] [[ἐπιζήτημα]] λέγομεν; Eur. vrbdt auch [[γέρων]] [[τύμβος]], = [[τυμβογέρων]], Med. 1206, gleichsam ein wandelndes Grab; vgl. Heracl. 167 u. Ar. Lys. 372.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tertre, tumulus élevé pour un tombeau : τύμβον χεῦαι OD répandre la terre du tumulus ; τύμβον χῶσαι SOPH entasser la terre du tumulus ; tombeau : [[γέρων]] [[τύμβος]] EUR, <i>ou simpl.</i> [[τύμβος]] AR vieillard près du tombeau;<br /><b>2</b> pierre tumulaire.<br />'''Étymologie:''' R. Τυ, se gonfler ; cf. <i>lat.</i> tumeo, tumulus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύμβος''': ὁ, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐθάπτετο τὸ [[σῶμα]] νεκροῦ καὶ τὸ [[χῶμα]] [[ὅπερ]] ἐσωρεύετο ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ ἐσχημάτιζε λόφον, Λατ. tumulus, νῦν «τοῦμπα», Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· τῷ κέν οἱ τύμβον ἐποίησαν Παναχαιοὶ Ὀδ. Α. 239, πρβλ. Ἰλ. Β. 604, 793, κλπ.· τύμβον [[χεῦαι]] (πρβλ. τυμβοχοέω) Ὀδ. Δ. 584, Μ. 14, Ω. 80· χῶσαι Σοφ. Ἀντ. 1203· ἐπὶ τοῦ τύμβου ἐτίθετο ἡ [[ἐπιτύμβιος]] [[στήλη]], [[στήλη]] κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ Ἴλου Δραδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος Ἰλ. Λ. 371. 2) [[καθόλου]], [[τάφος]], Πινδ. Ο. 1. 149, Αἰσχύλ. Χο. 87, κλπ.· θρηνεῖν πρὸς τύμβον, ἐπὶ ἀνθρώπου [[μηδόλως]] προσέχοντος καὶ μὴ θέλοντος νὰ ἀκούσῃ, [[αὐτόθι]] 926· [[ὥσπερ]] ἀπὸ τύμβου πεσών, ὡς [[γέρων]] τις ἐκ τοῦ τάφου, ὡς ὁ [[γέρων]] Φιλοκλέων λέγει σκωπτικῶς πρὸς τὸν [[υἱόν]] του, Ἀριστοφ. Σφ. 1370. 3) [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἐπιτάφιος]] [[λίθος]] ἢ [[στήλη]] φέρουσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ, [[τύμβος]] ξεστὸς Εὐρ. Ἄλκ. 836, πρβλ. Α. Β. 309. ΙΙ. μεταφορ., [[γέρων]] [[τύμβος]] = [[τυμβογέρων]], Εὐρ. Μήδ. 1209, Ἡρακλ. 167· ὦ τύμβε Ἀριστοφ. Λυσ. 372· ὡς ὁ Πλαῦτος λέγει capuli decus! (Συνήθως ἀναφέρεται ἡ [[λέξις]] εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τύφω]], ὡς εἰ τὸ [[τύμβος]] [[κυρίως]] ἦτο = bustum, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐκάη σώμα νεκροῦ· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]], ὡς εὑρίσκεται, ἁπανταχοῦ σημαίνει λόγον ἢ ψήλωμα, [[ἴσως]] δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὴν √ΤΥ, tumeo, tumulus, ἴδε ἐν λέξ. [[τύλη]]).
|lstext='''τύμβος''': ὁ, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐθάπτετο τὸ [[σῶμα]] νεκροῦ καὶ τὸ [[χῶμα]] [[ὅπερ]] ἐσωρεύετο ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ ἐσχημάτιζε λόφον, Λατ. tumulus, νῦν «τοῦμπα», Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· τῷ κέν οἱ τύμβον ἐποίησαν Παναχαιοὶ Ὀδ. Α. 239, πρβλ. Ἰλ. Β. 604, 793, κλπ.· τύμβον [[χεῦαι]] (πρβλ. τυμβοχοέω) Ὀδ. Δ. 584, Μ. 14, Ω. 80· χῶσαι Σοφ. Ἀντ. 1203· ἐπὶ τοῦ τύμβου ἐτίθετο ἡ [[ἐπιτύμβιος]] [[στήλη]], [[στήλη]] κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ Ἴλου Δραδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος Ἰλ. Λ. 371. 2) [[καθόλου]], [[τάφος]], Πινδ. Ο. 1. 149, Αἰσχύλ. Χο. 87, κλπ.· θρηνεῖν πρὸς τύμβον, ἐπὶ ἀνθρώπου [[μηδόλως]] προσέχοντος καὶ μὴ θέλοντος νὰ ἀκούσῃ, [[αὐτόθι]] 926· [[ὥσπερ]] ἀπὸ τύμβου πεσών, ὡς [[γέρων]] τις ἐκ τοῦ τάφου, ὡς ὁ [[γέρων]] Φιλοκλέων λέγει σκωπτικῶς πρὸς τὸν [[υἱόν]] του, Ἀριστοφ. Σφ. 1370. 3) [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἐπιτάφιος]] [[λίθος]] ἢ [[στήλη]] φέρουσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ, [[τύμβος]] ξεστὸς Εὐρ. Ἄλκ. 836, πρβλ. Α. Β. 309. ΙΙ. μεταφορ., [[γέρων]] [[τύμβος]] = [[τυμβογέρων]], Εὐρ. Μήδ. 1209, Ἡρακλ. 167· ὦ τύμβε Ἀριστοφ. Λυσ. 372· ὡς ὁ Πλαῦτος λέγει capuli decus! (Συνήθως ἀναφέρεται ἡ [[λέξις]] εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τύφω]], ὡς εἰ τὸ [[τύμβος]] [[κυρίως]] ἦτο = bustum, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐκάη σώμα νεκροῦ· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]], ὡς εὑρίσκεται, ἁπανταχοῦ σημαίνει λόγον ἢ ψήλωμα, [[ἴσως]] δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὴν √ΤΥ, tumeo, tumulus, ἴδε ἐν λέξ. [[τύλη]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tertre, tumulus élevé pour un tombeau : τύμβον χεῦαι OD répandre la terre du tumulus ; τύμβον χῶσαι SOPH entasser la terre du tumulus ; tombeau : [[γέρων]] [[τύμβος]] EUR, <i>ou simpl.</i> [[τύμβος]] AR vieillard près du tombeau;<br /><b>2</b> pierre tumulaire.<br />'''Étymologie:''' R. Τυ, se gonfler ; cf. <i>lat.</i> tumeo, tumulus.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth