Anonymous

φάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] urspr. Stammwort von [[φαίνω]], 1) intrans., [[leuchten]], glänzen, scheinen, φάε δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἠώς, Od. 14, 502, bes. von der Sonne, dem Monde und den Sternen; Hom. hat auch noch fut. πεφήσομαι, = φανήσομαι, Τροίῃ πεφήσεται [[ὄλεθρος]] Il. 17, 155. – 2) trans., erscheinen lassen, erleuchten, erhellen, dah. deutlich, auch bekannt, berühmt machen. – Es ist auch das Stammwort von [[φημί]], durch Worte deutlich od. bekannt machen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] urspr. Stammwort von [[φαίνω]], 1) intrans., [[leuchten]], glänzen, scheinen, φάε δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἠώς, Od. 14, 502, bes. von der Sonne, dem Monde und den Sternen; Hom. hat auch noch fut. πεφήσομαι, = φανήσομαι, Τροίῃ πεφήσεται [[ὄλεθρος]] Il. 17, 155. – 2) trans., erscheinen lassen, erleuchten, erhellen, dah. deutlich, auch bekannt, berühmt machen. – Es ist auch das Stammwort von [[φημί]], durch Worte deutlich od. bekannt machen.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg.</i> [[φάε]] <i>au sens d'un ao. et f.ant.</i> [[πεφήσομαι]];<br />briller.<br />'''Étymologie:''' R. ΦαϜ, d'où Φα, briller ; v. [[φάος]], [[φαύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάω''': [[φωτίζω]], [[φέγγω]], [[λάμπω]], (ὡς τὸ [[φαίνω]] ΙΙ), φάε δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἠὼς Ὀδ. Ξ. 502· χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Ἄρατ. 607· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει μετοχ. φῶντα = λάμποντα, καὶ Ἐπικ. ἀόρ. βϳ πέφη = ἐφάνη· ― περὶ τῶν τύπων [[πεφήσομαι]], πεφασμένος, ἴδε ἐν λ. [[φαίνω]]. Ὁ ἀρχαιότατος [[τύπος]] τῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΦΑF, [[ὅστις]] φαίνεται ἐν τῷ φάε (φάFε), [[φάος]] (φάFος), Αἰολικ. φαῦος, (ἴδε [[φαυοφόρος]]), φαύω, φαῦσις, φαυσίμβροτος, πιφαύσκω, φαεινός, φαέθων, φέγγος· ἀκολούθως ἐγένετο ΦΑ, ὡς ἐν τοῖς φάσις (Α), φάσμα· καὶ [[τέλος]] ΦΑΝ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φανῆναι ([[φαίνω]]) φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω. Οἱ τύποι οὗτοι δηλοῦσι φῶς ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀλλὰ αἱ ῥίζαι ΦΑ, ΦΑΝ δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῆς διανοίας, ὡς ἐν τοῖς φάναι ([[φημί]]), φάσκω, φάσις (Β), φάτις, φήμη, φωνή. Ἡ [[διπλῆ]] αὕτη [[σημασία]] [[εἶναι]] καταφανὴς ἐν ταῖς Σανσκρ. λέξεσι bhâ, bhâ-mi (splendeo), bhâ-mas, bhâ-nus (lumen), bhâ-s (luceo), παραβαλλομέναις πρὸς τὰς λέξ. bhâ-sh, bha- n. (loqui), Λατ. fa-ri, fa-tum, fa-ma, fa-s, fa-bula. κλπ.· Σλαυ. ba-jati (fabulari), ba-snï (fabula). ― Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι τροποποιήσεις τῆς ῥίζης προστιθεμένου δ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαιδρός, φαίδιμος, ἢ λ ὡς ἐν τοῖς φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος, ἢ κ ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαικάς, φαικός.)
|lstext='''φάω''': [[φωτίζω]], [[φέγγω]], [[λάμπω]], (ὡς τὸ [[φαίνω]] ΙΙ), φάε δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἠὼς Ὀδ. Ξ. 502· χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Ἄρατ. 607· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει μετοχ. φῶντα = λάμποντα, καὶ Ἐπικ. ἀόρ. βϳ πέφη = ἐφάνη· ― περὶ τῶν τύπων [[πεφήσομαι]], πεφασμένος, ἴδε ἐν λ. [[φαίνω]]. Ὁ ἀρχαιότατος [[τύπος]] τῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΦΑF, [[ὅστις]] φαίνεται ἐν τῷ φάε (φάFε), [[φάος]] (φάFος), Αἰολικ. φαῦος, (ἴδε [[φαυοφόρος]]), φαύω, φαῦσις, φαυσίμβροτος, πιφαύσκω, φαεινός, φαέθων, φέγγος· ἀκολούθως ἐγένετο ΦΑ, ὡς ἐν τοῖς φάσις (Α), φάσμα· καὶ [[τέλος]] ΦΑΝ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φανῆναι ([[φαίνω]]) φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω. Οἱ τύποι οὗτοι δηλοῦσι φῶς ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀλλὰ αἱ ῥίζαι ΦΑ, ΦΑΝ δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῆς διανοίας, ὡς ἐν τοῖς φάναι ([[φημί]]), φάσκω, φάσις (Β), φάτις, φήμη, φωνή. Ἡ [[διπλῆ]] αὕτη [[σημασία]] [[εἶναι]] καταφανὴς ἐν ταῖς Σανσκρ. λέξεσι bhâ, bhâ-mi (splendeo), bhâ-mas, bhâ-nus (lumen), bhâ-s (luceo), παραβαλλομέναις πρὸς τὰς λέξ. bhâ-sh, bha- n. (loqui), Λατ. fa-ri, fa-tum, fa-ma, fa-s, fa-bula. κλπ.· Σλαυ. ba-jati (fabulari), ba-snï (fabula). ― Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι τροποποιήσεις τῆς ῥίζης προστιθεμένου δ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαιδρός, φαίδιμος, ἢ λ ὡς ἐν τοῖς φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος, ἢ κ ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαικάς, φαικός.)
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg.</i> [[φάε]] <i>au sens d'un ao. et f.ant.</i> [[πεφήσομαι]];<br />briller.<br />'''Étymologie:''' R. ΦαϜ, d'où Φα, briller ; v. [[φάος]], [[φαύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth