Anonymous

φθόριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ον, geschickt zum Verderben, Zerstören, bes. [[φάρμακον]], Mittel die Leibesfrucht zu tödten und abzutreiben, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ον, geschickt zum Verderben, Zerstören, bes. [[φάρμακον]], Mittel die Leibesfrucht zu tödten und abzutreiben, Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre à détruire ; τὸ φθόριον ([[φάρμακον]]) drogue pour faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθόριος''': -ον, καταστρεπτικός. ― Ἐπὶ τῶν πρὸς ἐξάμβλωσιν χρησίμων φαρμάκων, ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω Ἱππ. Ὅρκ.· [[φθόριος]] ἐμβρύων [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 77, Πλούτ. 2. 134F.
|lstext='''φθόριος''': -ον, καταστρεπτικός. ― Ἐπὶ τῶν πρὸς ἐξάμβλωσιν χρησίμων φαρμάκων, ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω Ἱππ. Ὅρκ.· [[φθόριος]] ἐμβρύων [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 77, Πλούτ. 2. 134F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre à détruire ; τὸ φθόριον ([[φάρμακον]]) drogue pour faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθόριον</i><br />φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]],χρήσιμο για τη [[διακοπή]] της κύησης, για [[έκτρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[φθορά]], [[ιδίως]] [[έκτρωση]], [[βλαπτικός]]·2. <b>φρ.</b> «φθόριον [[ἕδνον]]» — [[ποσό]] που δινόταν στη [[νύφη]] ως [[αποζημίωση]] για την [[απώλεια]] της [[παρθενίας]] της <b>πάπ.</b>.
|mltxt=-ον, ΜΑ [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθόριον</i><br />φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]],χρήσιμο για τη [[διακοπή]] της κύησης, για [[έκτρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[φθορά]], [[ιδίως]] [[έκτρωση]], [[βλαπτικός]]·2. <b>φρ.</b> «φθόριον [[ἕδνον]]» — [[ποσό]] που δινόταν στη [[νύφη]] ως [[αποζημίωση]] για την [[απώλεια]] της [[παρθενίας]] της <b>πάπ.</b>.
}}
}}