Anonymous

φαυλότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] ητος, ἡ, Geringfügigkeit; – Schlichtheit, Einfachheit, Xen. Hell. 4, 1,30; – schlechte, gemeine, einfache Beschaffenheit, Wohlfeilheit, Xen. Cyr. 2, 4,5. 5, 2,16; Ggstz des Gesuchten, Umständlichen, Kostbaren, Plat. Legg. V, 745 d; ἡ ἐμὴ [[φαυλότης]], meine geringe Beurtheilungskraft, Hipp. mai. 286 d, wie Xen. Mem. 4, 2,39; οἳ διὰ φαυλότητα οὐχ οἷοί τε [[ἦσαν]] ζῆν, wegen Dürftigkeit Isocr. 4, 146.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] ητος, ἡ, Geringfügigkeit; – Schlichtheit, Einfachheit, Xen. Hell. 4, 1,30; – schlechte, gemeine, einfache Beschaffenheit, Wohlfeilheit, Xen. Cyr. 2, 4,5. 5, 2,16; Ggstz des Gesuchten, Umständlichen, Kostbaren, Plat. Legg. V, 745 d; ἡ ἐμὴ [[φαυλότης]], meine geringe Beurtheilungskraft, Hipp. mai. 286 d, wie Xen. Mem. 4, 2,39; οἳ διὰ φαυλότητα οὐχ οἷοί τε [[ἦσαν]] ζῆν, wegen Dürftigkeit Isocr. 4, 146.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais état d'une chose (d'un vêtement, d'aliments, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig. ou au sens mor.</i> sottise, stupidité ; <i>en b. part</i> simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαυλότης''': -ητος, ἡ, μηδαμινότης, [[εὐτέλεια]] [[πενιχρότης]], «προστυχιά», [[κακία]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 16· φαυλότης τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· [[φαυλότης]] γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς [[αὐτόθι]] 8. 10, 3. 2) [[ἔλλειψις]] δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φαυλότης, ἡ ἐμὴ [[ἔλλειψις]] κρίσεως, ἡ ἐμὴ [[ἀκρισία]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλότης]], τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. [[φαῦλος]] ΙΙ. 4.
|lstext='''φαυλότης''': -ητος, ἡ, μηδαμινότης, [[εὐτέλεια]] [[πενιχρότης]], «προστυχιά», [[κακία]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 16· φαυλότης τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· [[φαυλότης]] γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς [[αὐτόθι]] 8. 10, 3. 2) [[ἔλλειψις]] δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φαυλότης, ἡ ἐμὴ [[ἔλλειψις]] κρίσεως, ἡ ἐμὴ [[ἀκρισία]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλότης]], τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. [[φαῦλος]] ΙΙ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais état d'une chose (d'un vêtement, d'aliments, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig. ou au sens mor.</i> sottise, stupidité ; <i>en b. part</i> simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm