Anonymous

τυρεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
}}
{{bailly
|btext=remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; <i>fig.</i> machiner, comploter : τινί [[τι]] qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
}}
{{bailly
|btext=remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; <i>fig.</i> machiner, comploter : τινί [[τι]] qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml