Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλυαρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ion. [[φλυηρέω]], unnützes Zeug schwatzen, Possen reden; Her. 7, 103. 104; Ar. Equ. 543 Th. 559 u. öfter; Plat. Rep. I, 337 b; φλυαρίαν Apol. 19 c; auch übh. Possen treiben, Xen. Cyr. 1, 4,11; φλυαρεῖς ἔχων, s. ἔχω.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ion. [[φλυηρέω]], unnützes Zeug schwatzen, Possen reden; Her. 7, 103. 104; Ar. Equ. 543 Th. 559 u. öfter; Plat. Rep. I, 337 b; φλυαρίαν Apol. 19 c; auch übh. Possen treiben, Xen. Cyr. 1, 4,11; φλυαρεῖς ἔχων, s. ἔχω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dire des sornettes, bavarder à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύαρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλυᾱρέω''': Ἰων. [[φλυηρέω]]· ― ὡς καὶ νῦν, [[λέγω]] ἀνοησίας, μωρολογῶ, [[λέγω]] ὅ,τι φθάσω, ληρῶ, Λατ. nugari, [[ταῦτα]] λέγουσι φλυηρέοντες Ἡρόδ. 2. 131, πρβλ. 7. 104· [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, [[οἷον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 543, Σφ. 85, Πλ. 360, 575 παῦσαι φλυαρῶν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1· ― μετὰ συστοίχου αἰτ., φάσκοντα... ἀεροβατεῖν καὶ [[ἄλλην]] πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Πλάτ. Ἀπολ. 19C· πολλὰ φλυηρέεις Ἡρόδ. 7. 103· [[ταῦτα]] φλ. Ἰσοκρ. 97Α· τοιαῦτα Πλάτ. Πολ. 337Β, κλπ.· ― μετὰ μετοχ., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων; (ἴδε ἔχω Β. IV. 2) Ἀριστοφ. Βάτρ. 202· φλυαρεῖς ἔχων Πλάτ. Γοργ. 490Ε· ἔχων φλ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 295C· Αἰσχύλος φλ. φάσκων ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 103Α· Δερκυλίδας φλ. διατρίβων Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· ― ὁ Διογ. Λαέρτ. 7. 173, .ἔχει τὸν παθ. τύπον ἐπὶ τῆς σημασίας ἐμπαίζομαι, τὸν μὲν Διόνυσον καὶ τὸν Ἡρακλέα φλυαρουμένους ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ ὀργίζεσθαι, αὐτὸν δὲ κλπ., πρβλ. [[φλυαρία]].
|lstext='''φλυᾱρέω''': Ἰων. [[φλυηρέω]]· ― ὡς καὶ νῦν, [[λέγω]] ἀνοησίας, μωρολογῶ, [[λέγω]] ὅ,τι φθάσω, ληρῶ, Λατ. nugari, [[ταῦτα]] λέγουσι φλυηρέοντες Ἡρόδ. 2. 131, πρβλ. 7. 104· [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, [[οἷον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 543, Σφ. 85, Πλ. 360, 575 παῦσαι φλυαρῶν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1· ― μετὰ συστοίχου αἰτ., φάσκοντα... ἀεροβατεῖν καὶ [[ἄλλην]] πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Πλάτ. Ἀπολ. 19C· πολλὰ φλυηρέεις Ἡρόδ. 7. 103· [[ταῦτα]] φλ. Ἰσοκρ. 97Α· τοιαῦτα Πλάτ. Πολ. 337Β, κλπ.· ― μετὰ μετοχ., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων; (ἴδε ἔχω Β. IV. 2) Ἀριστοφ. Βάτρ. 202· φλυαρεῖς ἔχων Πλάτ. Γοργ. 490Ε· ἔχων φλ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 295C· Αἰσχύλος φλ. φάσκων ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 103Α· Δερκυλίδας φλ. διατρίβων Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· ― ὁ Διογ. Λαέρτ. 7. 173, .ἔχει τὸν παθ. τύπον ἐπὶ τῆς σημασίας ἐμπαίζομαι, τὸν μὲν Διόνυσον καὶ τὸν Ἡρακλέα φλυαρουμένους ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ ὀργίζεσθαι, αὐτὸν δὲ κλπ., πρβλ. [[φλυαρία]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dire des sornettes, bavarder à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύαρος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR