Anonymous

φορητός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von [[φορέω]], 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von [[φορέω]], 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> porté;<br /><b>2</b> qui se meut;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, [[πλανητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. [[ὕδωρ]] Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν [[αὐτόθι]] 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· [[φύσις]] φ. καὶ [[μετάβολος]] Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· [[Κύπρις]] γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
|lstext='''φορητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, [[πλανητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. [[ὕδωρ]] Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν [[αὐτόθι]] 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· [[φύσις]] φ. καὶ [[μετάβολος]] Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· [[Κύπρις]] γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i><br /><b>1</b> porté;<br /><b>2</b> qui se meut;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φορέω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater