3,274,916
edits
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1321.png Seite 1321]] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; [[σίλφη]] Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ [[φωλάς]] Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); [[ἄρκτος]] Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch [[κοίτη]], Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1321.png Seite 1321]] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; [[σίλφη]] Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ [[φωλάς]] Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); [[ἄρκτος]] Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch [[κοίτη]], Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />situé dans une cavité.<br />'''Étymologie:''' [[φωλεός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωλάς''': -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, [[αὐτόθι]] 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι [[ζῷον]] ἐκ τοῦ εἴδους τῶν [[μαλακίων]], ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. [[πλήρης]] ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = [[φωλεία]], Σουΐδ. | |lstext='''φωλάς''': -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, [[αὐτόθι]] 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι [[ζῷον]] ἐκ τοῦ εἴδους τῶν [[μαλακίων]], ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. [[πλήρης]] ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = [[φωλεία]], Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |