Anonymous

χέρνιψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] ιβος, ἡ, das Handwaschwasser, Weihwasser, mit dem man sich vor der Mahlzeit (vgl. Ath. IX, 408), oder vor Verrichtung eines Opfers oder sonst eines religiösen Gebrauchs die Hände wusch; Hom. immer im acc. sing., oft in dem Verse χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα – ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι; auch χέρνιβα κατήρχετο, Od. 3, 445, das Händewaschen beginnen; [[αὐτοῦ]] τὴν χέρνιβα παύσεις Eupolis bei Ath. IX, 409 b; χέασα τάσδε χέρνιβας βροτοῖς Aesch. Ch. 127; sonst kommt vom sing. der dat. χέρνιβι bei Ar. Av. 894 vor, wie Thuc. [[ὕδωρ]], ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι 4, 97; u. der gen., ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς [[χέρνιβος]] Lys. 6, 52, wo es im Tempel geschieht, wie μιᾶς ἐκ [[χέρνιβος]] βωμοὺς περιῤῥαίνοντες Ar. Lys. 1129. – Im plur. ist εἴργειν τινὰ χερνίβων ein in Athen geläufiger Ausdruck, welcher das Ausschließen der mit Blutschuld Behafteten von der Theilnahme an religiösen Gebräuchen und Opfern bezeichnet; Dem. Lpt. 158; εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον 24, 186; was auch zu [[χέρνιβον]] gezogen werden könnte; doch spricht für die Beziehung auf [[χέρνιψ]] »χέρνιβας νέμειν«, den Gebrauch des Weihwassers gestatten, Soph. O. R. 240; εὖ γ' οὖν θίγοις ἂν χερνίβων Eur. Or. 1602; χερνίβων ἑστήξῃ [[πέλας]] I. A. 675, u. öfter in diesem Stück, u. I. T.; χερνίβων [[κοινωνός]], Haus- od. Tischgenosse, Aesch. Ag. 1007. – Das Weihwasser stand an der Thür, und man reinigte sich damit auch nach Leichenbestattungen, ehe man ins Haus trat, vgl. Eur. Alc. 100 οὐχ ὁρῶ πηγαῖον χέρνιβ' ἐπὶ φθιτῶν πύλαις. – [Über die Accentuation χερνίβος, χερνίβα spricht schon Ath. IX, 409 b, der sie verwirft.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] ιβος, ἡ, das Handwaschwasser, Weihwasser, mit dem man sich vor der Mahlzeit (vgl. Ath. IX, 408), oder vor Verrichtung eines Opfers oder sonst eines religiösen Gebrauchs die Hände wusch; Hom. immer im acc. sing., oft in dem Verse χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα – ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι; auch χέρνιβα κατήρχετο, Od. 3, 445, das Händewaschen beginnen; [[αὐτοῦ]] τὴν χέρνιβα παύσεις Eupolis bei Ath. IX, 409 b; χέασα τάσδε χέρνιβας βροτοῖς Aesch. Ch. 127; sonst kommt vom sing. der dat. χέρνιβι bei Ar. Av. 894 vor, wie Thuc. [[ὕδωρ]], ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι 4, 97; u. der gen., ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς [[χέρνιβος]] Lys. 6, 52, wo es im Tempel geschieht, wie μιᾶς ἐκ [[χέρνιβος]] βωμοὺς περιῤῥαίνοντες Ar. Lys. 1129. – Im plur. ist εἴργειν τινὰ χερνίβων ein in Athen geläufiger Ausdruck, welcher das Ausschließen der mit Blutschuld Behafteten von der Theilnahme an religiösen Gebräuchen und Opfern bezeichnet; Dem. Lpt. 158; εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον 24, 186; was auch zu [[χέρνιβον]] gezogen werden könnte; doch spricht für die Beziehung auf [[χέρνιψ]] »χέρνιβας νέμειν«, den Gebrauch des Weihwassers gestatten, Soph. O. R. 240; εὖ γ' οὖν θίγοις ἂν χερνίβων Eur. Or. 1602; χερνίβων ἑστήξῃ [[πέλας]] I. A. 675, u. öfter in diesem Stück, u. I. T.; χερνίβων [[κοινωνός]], Haus- od. Tischgenosse, Aesch. Ag. 1007. – Das Weihwasser stand an der Thür, und man reinigte sich damit auch nach Leichenbestattungen, ehe man ins Haus trat, vgl. Eur. Alc. 100 οὐχ ὁρῶ πηγαῖον χέρνιβ' ἐπὶ φθιτῶν πύλαις. – [Über die Accentuation χερνίβος, χερνίβα spricht schon Ath. IX, 409 b, der sie verwirft.]
}}
{{bailly
|btext=ιβος (ἡ) :<br />eau pour se laver les mains avant le repas, <i>ou</i> avant un sacrifice <i>ou</i> une cérémonie religieuse ; χέρνιβας νέμειν SOPH permettre la participation aux sacrifices ; χερνίβων [[κοινωνός]] ESCHL qui est en communauté d'ablutions, <i>càd</i> commensal, hôte <i>ou</i> parent.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[νίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χέρνιψ''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει [[πτῶσις]] τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., συχν. παρὰ Τραγικ.· ποιητικ. δοτικ. χερνίβεσσιν Σιμωνίδ. 54· ([[χείρ]], [[νίζω]]). Ὕδωρ δι’ οὗ ἔνιπτον τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Ὀδ. Α. 136, Γ. 440, Δ. 52, Η. 172, κλπ.· ἢ πρὸ θυσιῶν καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν τελετῶν, [[ὅθεν]] καὶ ἐνομίζετο ἅγιον, Γ. 445 (ἴδε [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Ὄρν. 850, Λυσ. 1129· [[ὕδωρ]], ὃ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀγγεῖα πλήρη τοιούτου ὕδατος ἔκειντο κατὰ τὰς εἰσόδους τῶν ναῶν ἢ τῶν οἰκιῶν πρὸς χρῆσιν τῶν εἰσερχομένων, ἴδε ἐν λέξ. [[χερνίπτομαι]], καὶ [[αὐτόθι]] τὸ ἐκ τοῦ Λυσίου [[χωρίον]]. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. χέρνιβες, ἁγνισμοὶ δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, Λατ. malluviae, καὶ [[πολλάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ ἑνικ., Εὐρ. Ὀρ. 1602, Φοίν. 662, κλπ.· εἴργεσθαι χερνίβων ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα φέρουσι χέρνιβος), ἀποκλείεσθαι ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν, ὡς οἱ μολυνθέντες ἐξ αἱματοχυσίας, Δημ. 504. 14· χέρνιβας νέμειν, ἐπιτρέπειν τὴν χρῆσιν αὐτῶν, Σοφ. Ο. Τ. 240· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αὐτῶν, δηλ. [[κάτοικος]] τῆς αὐτῆς οἰκίας, [[σύνοικος]] καὶ [[ὁμοτράπεζος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037· εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψάμενον Δημ. 618. 7, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 675, 1479, 1513, Ι. Τ. 58, 245, 335· χέρνιβας ἐνάρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 955. - Μετὰ τὴν κηδείαν οὐδεὶς εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν ἂν μὴ πρῶτον ἐξηγνίζετο διὰ τῆς χέρνιβος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 100. 3) σπανίως ἐπὶ σπονδῶν εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Χο. 129, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 435. (Ὁ τονισμὸς χίρνιβος, χέρνιβα, κτλ. βεβαιοῦται ἐκ τῆς ἀναλογίας ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς ψ, ἴδε Ἀθήν. 409Β· εἰ καὶ ὁ Σουΐδ. καὶ ἕτεροι ἔγραφον χερνίβος, κτλ.
|lstext='''χέρνιψ''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει [[πτῶσις]] τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., συχν. παρὰ Τραγικ.· ποιητικ. δοτικ. χερνίβεσσιν Σιμωνίδ. 54· ([[χείρ]], [[νίζω]]). Ὕδωρ δι’ οὗ ἔνιπτον τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Ὀδ. Α. 136, Γ. 440, Δ. 52, Η. 172, κλπ.· ἢ πρὸ θυσιῶν καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν τελετῶν, [[ὅθεν]] καὶ ἐνομίζετο ἅγιον, Γ. 445 (ἴδε [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Ὄρν. 850, Λυσ. 1129· [[ὕδωρ]], ὃ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀγγεῖα πλήρη τοιούτου ὕδατος ἔκειντο κατὰ τὰς εἰσόδους τῶν ναῶν ἢ τῶν οἰκιῶν πρὸς χρῆσιν τῶν εἰσερχομένων, ἴδε ἐν λέξ. [[χερνίπτομαι]], καὶ [[αὐτόθι]] τὸ ἐκ τοῦ Λυσίου [[χωρίον]]. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. χέρνιβες, ἁγνισμοὶ δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, Λατ. malluviae, καὶ [[πολλάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ ἑνικ., Εὐρ. Ὀρ. 1602, Φοίν. 662, κλπ.· εἴργεσθαι χερνίβων ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα φέρουσι χέρνιβος), ἀποκλείεσθαι ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν, ὡς οἱ μολυνθέντες ἐξ αἱματοχυσίας, Δημ. 504. 14· χέρνιβας νέμειν, ἐπιτρέπειν τὴν χρῆσιν αὐτῶν, Σοφ. Ο. Τ. 240· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αὐτῶν, δηλ. [[κάτοικος]] τῆς αὐτῆς οἰκίας, [[σύνοικος]] καὶ [[ὁμοτράπεζος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037· εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψάμενον Δημ. 618. 7, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 675, 1479, 1513, Ι. Τ. 58, 245, 335· χέρνιβας ἐνάρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 955. - Μετὰ τὴν κηδείαν οὐδεὶς εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν ἂν μὴ πρῶτον ἐξηγνίζετο διὰ τῆς χέρνιβος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 100. 3) σπανίως ἐπὶ σπονδῶν εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Χο. 129, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 435. (Ὁ τονισμὸς χίρνιβος, χέρνιβα, κτλ. βεβαιοῦται ἐκ τῆς ἀναλογίας ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς ψ, ἴδε Ἀθήν. 409Β· εἰ καὶ ὁ Σουΐδ. καὶ ἕτεροι ἔγραφον χερνίβος, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ιβος (ἡ) :<br />eau pour se laver les mains avant le repas, <i>ou</i> avant un sacrifice <i>ou</i> une cérémonie religieuse ; χέρνιβας νέμειν SOPH permettre la participation aux sacrifices ; χερνίβων [[κοινωνός]] ESCHL qui est en communauté d'ablutions, <i>càd</i> commensal, hôte <i>ou</i> parent.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[νίπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth