Anonymous

φθορά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] ἡ, ion. φθορή, [[Verderben]], Vernichtung, Zerstörung, Her. 2, 161; Verlust, ἀνθρώπων Thuc. 7, 27; [[Untergang]], Her. 7, 18; ἄγουσά τ' ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν Aesch. Ag. 394; u. im plur. 788; σκοποῦσι τὴν [[πάλαι]] γένους φθοράν Soph. O. C. 370; ἐπεὶ γενομένῳ παντὶ [[φθορά]] ἐστιν Plat. Rep. VIII, 546 a; νόσων ἢ πολέμων [[φθορά]] Legg. V, 741 e; Ggstz von [[γένεσις]] Phaed. 95 e u. oft, wie Folgde; Arist. hat περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς geschrieben. – Schändung eines Mädchens, Verführung der Unschuld, τῷ τῆς ἐλευθέρων φθορᾶς νόμῳ Aesch. 1, 12, wo das Gesetz steht; Plut. Marc. 1. – Bei Malern das Verreiben der Farben in einander; Plut. sagt de glor. Ath. 2, Apollodor habe erfunden φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] ἡ, ion. φθορή, [[Verderben]], Vernichtung, Zerstörung, Her. 2, 161; Verlust, ἀνθρώπων Thuc. 7, 27; [[Untergang]], Her. 7, 18; ἄγουσά τ' ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν Aesch. Ag. 394; u. im plur. 788; σκοποῦσι τὴν [[πάλαι]] γένους φθοράν Soph. O. C. 370; ἐπεὶ γενομένῳ παντὶ [[φθορά]] ἐστιν Plat. Rep. VIII, 546 a; νόσων ἢ πολέμων [[φθορά]] Legg. V, 741 e; Ggstz von [[γένεσις]] Phaed. 95 e u. oft, wie Folgde; Arist. hat περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς geschrieben. – Schändung eines Mädchens, Verführung der Unschuld, τῷ τῆς ἐλευθέρων φθορᾶς νόμῳ Aesch. 1, 12, wo das Gesetz steht; Plut. Marc. 1. – Bei Malern das Verreiben der Farben in einander; Plut. sagt de glor. Ath. 2, Apollodor habe erfunden φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> perdition, perte, ruine ; <i>t. de philos.</i> dissolution de la matière;<br /><b>2</b> action de corrompre, corruption, séduction;<br /><b>3</b> <i>t. de peint.</i> dégradation des couleurs, affaiblissement de teinte.<br />'''Étymologie:''' [[φθείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθορά''': Ἰων. φθορή, ἡ, (√ΦΘΕΡ, [[φθείρω]]) [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἡρόδ. 2. 161., 7. 18, Τραγ., κλπ.· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[θάνατος]], [[μάλιστα]] ἔκ τινος ἐπιδημικῆς νόσου [[οἷον]] ἐκ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 47, Πλάτ. Νόμ. 677Α· ἐν τῷ πληθ., ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 814, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Ἱππ. Ἀφορ. 1261, [[ἴσως]] = [[φθίσις]] ΙΙ, ἡ [[νόσος]]. 2) παρὰ φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, ἡ φθορὰ τῆς ὕλης, γενομένῳ παντὶ φθ. ἐστὶ Πλάτ. Πολ. 546Α· περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 95Ε· πρβλ. Φίληβ. 55Α, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὁ Ἀριστ. κατέλιπεν ἰδιαιτέραν πραγματείαν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Φαίδ. 96Β, Πολ. 290Ε, κ. ἀλλ.· ― μετὰ δοτ. ἡ μεγίστη φθορὰ ὕδασιν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C, πρβλ. 22D· ἡ [[φθορά]], εἰς..., ἡ [[κατάπτωσις]] εἰς..., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 8, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 948F. 3) ἡ διαφθορὰ παρθένου, διακόρευσις, [[ἀποπλάνησις]], Νόμ. παρ’ Αἰσχίνῃ 2. 36, Πλούτ. 2. 712C. 4) ἡ [[ἀνάμιξις]] τῶν καθαρῶν χρωμάτων μετ’ ἄλλων, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, [[αὐτόθι]] 316Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· πρβλ. [[φθείρω]] Ι. 4.
|lstext='''φθορά''': Ἰων. φθορή, ἡ, (√ΦΘΕΡ, [[φθείρω]]) [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἡρόδ. 2. 161., 7. 18, Τραγ., κλπ.· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[θάνατος]], [[μάλιστα]] ἔκ τινος ἐπιδημικῆς νόσου [[οἷον]] ἐκ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 47, Πλάτ. Νόμ. 677Α· ἐν τῷ πληθ., ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 814, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Ἱππ. Ἀφορ. 1261, [[ἴσως]] = [[φθίσις]] ΙΙ, ἡ [[νόσος]]. 2) παρὰ φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, ἡ φθορὰ τῆς ὕλης, γενομένῳ παντὶ φθ. ἐστὶ Πλάτ. Πολ. 546Α· περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 95Ε· πρβλ. Φίληβ. 55Α, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὁ Ἀριστ. κατέλιπεν ἰδιαιτέραν πραγματείαν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Φαίδ. 96Β, Πολ. 290Ε, κ. ἀλλ.· ― μετὰ δοτ. ἡ μεγίστη φθορὰ ὕδασιν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C, πρβλ. 22D· ἡ [[φθορά]], εἰς..., ἡ [[κατάπτωσις]] εἰς..., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 8, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 948F. 3) ἡ διαφθορὰ παρθένου, διακόρευσις, [[ἀποπλάνησις]], Νόμ. παρ’ Αἰσχίνῃ 2. 36, Πλούτ. 2. 712C. 4) ἡ [[ἀνάμιξις]] τῶν καθαρῶν χρωμάτων μετ’ ἄλλων, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, [[αὐτόθι]] 316Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· πρβλ. [[φθείρω]] Ι. 4.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> perdition, perte, ruine ; <i>t. de philos.</i> dissolution de la matière;<br /><b>2</b> action de corrompre, corruption, séduction;<br /><b>3</b> <i>t. de peint.</i> dégradation des couleurs, affaiblissement de teinte.<br />'''Étymologie:''' [[φθείρω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR