Anonymous

φοινικίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ίδος, ἡ, 1) purpurrothes, übh. roth gefärbtes Tuch, Kleid; φοινικίδας ἀνέσεισαν Lys. 6, 51, dies thaten die Priester beim Ausspruche eines Fluches über Einen; Decke, rother Vorhang, Aesch. 3, 76. – 2) auf den Schiffen eine rothe Flagge, mit der der Admiral das Zeichen zum Angriffe gab, übh. rothe Fahne, Pol. 2, 66, 11 D. Sic. 14, 26. – 3) das dunkelrothe Kriegskleid der Lacedämonier, Xen. Lac. 11, 3 Pl ut. Lycurg. 27 Schol. Ar. Ach. 320 Ael. V. H. 6, 6. – 4) eine rothe Tafel unter hochhangenden Gemälden, um den Gegenstand derselben anzuzeigen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ίδος, ἡ, 1) purpurrothes, übh. roth gefärbtes Tuch, Kleid; φοινικίδας ἀνέσεισαν Lys. 6, 51, dies thaten die Priester beim Ausspruche eines Fluches über Einen; Decke, rother Vorhang, Aesch. 3, 76. – 2) auf den Schiffen eine rothe Flagge, mit der der Admiral das Zeichen zum Angriffe gab, übh. rothe Fahne, Pol. 2, 66, 11 D. Sic. 14, 26. – 3) das dunkelrothe Kriegskleid der Lacedämonier, Xen. Lac. 11, 3 Pl ut. Lycurg. 27 Schol. Ar. Ach. 320 Ael. V. H. 6, 6. – 4) eine rothe Tafel unter hochhangenden Gemälden, um den Gegenstand derselben anzuzeigen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />étoffe d'un rouge écarlate (couverture de cheval, vêtement de guerre, tapis, bannière, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκίς''': -ίδος, ἡ, (φοῖνιξ) ἐρυθρὸν ἢ πορφυροῦν [[ὕφασμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 731. 735· ἐν χρήσει ὡς [[κάλυμμα]] τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 12. 2) ἐρυθρὸν [[ἱμάτιον]], Λατ. punicea vestis, καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐς φοινικίδα, «λίθοις αὐτὸν αἱμάσσειν [[ὥστε]] φοινικοῦν αὐτῷ ποιῆσαι τὸ [[σῶμα]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 320· φοινικίδ’ ὀξεῖαν [[πάνυ]], κόκκινον [[φόρεμα]] ὡς οἷόν τε λαμπρόν, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1173, πρβλ. 1175· [[μάλιστα]] δὲ τὸ βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος στρατιωτικὸν [[ἱμάτιον]] τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1140, Ἀριστ. Ἀποσπ. 499· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Schneid. Ξεν. Λακ. Πολ. 11. 3, Θωμ. Μάγ. σ. 899· ― ὅμοιον [[ἐπανωφόριον]] ἐφόρουν οἱ Πέρσαι, Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 1, πρβλ. τὸ ἑπόμ.· [[ὡσαύτως]] οἱ Ρωμαῖοι, Πλουτ. Αἰμίλ. 18, κλπ.· διεστέλλετο δὲ τοῦτο ἀπὸ τῆς πορφυρίδος, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 3. 3) ἐρυθρὸν [[παραπέτασμα]] ἢ [[τάπης]], Αἰσχίνης 64. 27. 4) ἐρυθρὰ [[σημαία]], δι’ ἧς ἐδηλοῦτο ἡ διαταγὴ πρὸς ἔναρξιν τῆς μάχης, Πολύβ. 2. 66, 11, Διόδ. 13. 17, κλπ. ― [[καθόλου]], ἐρυθρὰ [[σημαία]], φοινικίδα ἀνασείειν, [[ὅπερ]] ἐγίνετο ἐπὶ καταρῶν ἢ ἀφορισμῶν ἀπὸ τῆς κοινωνίας, Λυσίας 107. 50. 5) ἐρυθρὸν [[πινάκιον]] ὑπὸ εἰκόνας ὑψηλὰ ἀναρτημένας, δηλοῦν τὴν σημασίαν τῆς παραστάσεως, Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 50, σ. 692, καὶ ἐν Ὁμιλ. 71, τ. 6, σ. 725.
|lstext='''φοινῑκίς''': -ίδος, ἡ, (φοῖνιξ) ἐρυθρὸν ἢ πορφυροῦν [[ὕφασμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 731. 735· ἐν χρήσει ὡς [[κάλυμμα]] τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 12. 2) ἐρυθρὸν [[ἱμάτιον]], Λατ. punicea vestis, καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐς φοινικίδα, «λίθοις αὐτὸν αἱμάσσειν [[ὥστε]] φοινικοῦν αὐτῷ ποιῆσαι τὸ [[σῶμα]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 320· φοινικίδ’ ὀξεῖαν [[πάνυ]], κόκκινον [[φόρεμα]] ὡς οἷόν τε λαμπρόν, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1173, πρβλ. 1175· [[μάλιστα]] δὲ τὸ βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος στρατιωτικὸν [[ἱμάτιον]] τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1140, Ἀριστ. Ἀποσπ. 499· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Schneid. Ξεν. Λακ. Πολ. 11. 3, Θωμ. Μάγ. σ. 899· ― ὅμοιον [[ἐπανωφόριον]] ἐφόρουν οἱ Πέρσαι, Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 1, πρβλ. τὸ ἑπόμ.· [[ὡσαύτως]] οἱ Ρωμαῖοι, Πλουτ. Αἰμίλ. 18, κλπ.· διεστέλλετο δὲ τοῦτο ἀπὸ τῆς πορφυρίδος, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 3. 3) ἐρυθρὸν [[παραπέτασμα]] ἢ [[τάπης]], Αἰσχίνης 64. 27. 4) ἐρυθρὰ [[σημαία]], δι’ ἧς ἐδηλοῦτο ἡ διαταγὴ πρὸς ἔναρξιν τῆς μάχης, Πολύβ. 2. 66, 11, Διόδ. 13. 17, κλπ. ― [[καθόλου]], ἐρυθρὰ [[σημαία]], φοινικίδα ἀνασείειν, [[ὅπερ]] ἐγίνετο ἐπὶ καταρῶν ἢ ἀφορισμῶν ἀπὸ τῆς κοινωνίας, Λυσίας 107. 50. 5) ἐρυθρὸν [[πινάκιον]] ὑπὸ εἰκόνας ὑψηλὰ ἀναρτημένας, δηλοῦν τὴν σημασίαν τῆς παραστάσεως, Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 50, σ. 692, καὶ ἐν Ὁμιλ. 71, τ. 6, σ. 725.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />étoffe d'un rouge écarlate (couverture de cheval, vêtement de guerre, tapis, bannière, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml