Anonymous

χατίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] wie [[χατέω]], verlangen, begehren, sich wonach sehnen, τινός, νόστοιο χατίζων Od. 8, 156. 11, 350; sp. D., wie Lycophr. 837; – bedürfen, nöthig haben, Il. 17, 221 Od. 22, 351; c. gen., Il. 2, 225. 18, 329; ἑρμηνέων Pind. Ol. 2, 99; Eur. Heracl. 466; – entbehren, ermangeln, ἔργοιο, ohne Arbeit oder unthätig sein, Hes. O. 21; χατίζων, der Dürftige, Arme, 392.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] wie [[χατέω]], verlangen, begehren, sich wonach sehnen, τινός, νόστοιο χατίζων Od. 8, 156. 11, 350; sp. D., wie Lycophr. 837; – bedürfen, nöthig haben, Il. 17, 221 Od. 22, 351; c. gen., Il. 2, 225. 18, 329; ἑρμηνέων Pind. Ol. 2, 99; Eur. Heracl. 466; – entbehren, ermangeln, ἔργοιο, ohne Arbeit oder unthätig sein, Hes. O. 21; χατίζων, der Dürftige, Arme, 392.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> désirer vivement, gén.;<br /><b>2</b> avoir besoin de, gén. ; <i>abs.</i> être dans le besoin.<br />'''Étymologie:''' [[χατέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χατέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, [[θέλω]] τι, ζητῶ θερμῶς, μετὰ γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· μετὰ γεν. προσ., [[Θέτις]] νύ τι [[σεῖο]] χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «[[ἤγουν]] ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) [[αὐτόθι]] 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.
|lstext='''χᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ [[χατέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, [[θέλω]] τι, ζητῶ θερμῶς, μετὰ γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· μετὰ γεν. προσ., [[Θέτις]] νύ τι [[σεῖο]] χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «[[ἤγουν]] ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) [[αὐτόθι]] 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> désirer vivement, gén.;<br /><b>2</b> avoir besoin de, gén. ; <i>abs.</i> être dans le besoin.<br />'''Étymologie:''' [[χατέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth