Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειρόμακτρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />essuie-mains, serviette.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόμακτρον''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[μάκτρον]] τῆς χειρός, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] [[Σκυθιστὶ]] [[χειρόμακτρον]] ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. [[Σκυθίζω]]. ΙΙ. [[εἶδος]] κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, [[Ἑκαταῖος]] 329, καὶ [[ἴσως]] [[οὕτως]] ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.
|lstext='''χειρόμακτρον''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[μάκτρον]] τῆς χειρός, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] [[Σκυθιστὶ]] [[χειρόμακτρον]] ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. [[Σκυθίζω]]. ΙΙ. [[εἶδος]] κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, [[Ἑκαταῖος]] 329, καὶ [[ἴσως]] [[οὕτως]] ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />essuie-mains, serviette.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μάσσω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm