Anonymous

φᾶρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] τό, seltener [[φάρος]], jedes große Stück Zeug, Tuch, Leinwand, Decke, Hülle, Il. 18, 353 Od. 13, 108. 19, 138; Leichentuch, 2, 97. 24, 132; Segeltuch, 5, 258. – Bes. ein weiter Mantel ohne Aermel, den die Männer als Überwurf über dem Unterkleide, [[χιτών]] trugen, περὶ δὲ μέγα βάλλετο [[φᾶρος]] Il. 2, 43, πορφύρεον 8, 221, u. so bei Vornehmen gew. von Purpur. Auch Kalypso u. Kirke tragen solchen Mantel, ἀργύφεον, λεπτὸν καὶ [[χαρίεν]], Od. 5, 230. 10, 543, wie auch bei Aesch. Ch. 11 u. Ar. Th. 890 es Frauen tragen. – Es konnte, wie eine Art Kappe, über den Kopf gezogen werden, Od. 8, 84. – [Α ist kurz gebraucht in der Form φαρέεσσι Hes. O. 200, u. bei den Tragg., bes. im nom. [[φάρος]] u. φάρη, Soph. Tr. 912; s. Drac. p. 35, 5; auch bei sp. Ep., Ap. Rh. 3, 863; Jac. A. P. 281; vgl. Hdn. in Dind. Gramm. I p. 36.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] τό, seltener [[φάρος]], jedes große Stück Zeug, Tuch, Leinwand, Decke, Hülle, Il. 18, 353 Od. 13, 108. 19, 138; Leichentuch, 2, 97. 24, 132; Segeltuch, 5, 258. – Bes. ein weiter Mantel ohne Aermel, den die Männer als Überwurf über dem Unterkleide, [[χιτών]] trugen, περὶ δὲ μέγα βάλλετο [[φᾶρος]] Il. 2, 43, πορφύρεον 8, 221, u. so bei Vornehmen gew. von Purpur. Auch Kalypso u. Kirke tragen solchen Mantel, ἀργύφεον, λεπτὸν καὶ [[χαρίεν]], Od. 5, 230. 10, 543, wie auch bei Aesch. Ch. 11 u. Ar. Th. 890 es Frauen tragen. – Es konnte, wie eine Art Kappe, über den Kopf gezogen werden, Od. 8, 84. – [Α ist kurz gebraucht in der Form φαρέεσσι Hes. O. 200, u. bei den Tragg., bes. im nom. [[φάρος]] u. φάρη, Soph. Tr. 912; s. Drac. p. 35, 5; auch bei sp. Ep., Ap. Rh. 3, 863; Jac. A. P. 281; vgl. Hdn. in Dind. Gramm. I p. 36.]
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[φάρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾶρος''': -εος, τό, παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] καὶ φάρος [ἴδε ἐν τέλ.]· ([[ἴσως]] ἐκ τῆς √ΦΕΡ, φέρω, πρβλ. Γερμ. tracht ἐκ τοῦ trag-en)· ― μέγα [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, [[ὕφασμα]], «πανί», Ἰλ. Σ 353· φάρε’ ἔνεικε [[Καλυψώ]]..., ἱστία ποιήσασθαι Ὀδ. Ε. 258, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ 1081. ΙΙ. συνήθως ὡς τὸ [[χλαῖνα]], [[περιβόλαιον]], [[ὅπερ]] οἱ ἄνδρες ἐφόρουν [[ὑπεράνω]] τοῦ χιτῶνος· περὶ δὲ μέγα βάλλετο [[φᾶρος]] Ἰλ. Β. 43· πορφύρεον μέγα [[φᾶρος]] ἔχων ἐν χειρὶ Θ. 221, πρβλ. Ὀδ. Ο 61· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 122, 9. 109, καὶ τοῖς Τραγ.· ― ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες ἔχουσι [[φᾶρος]], Ὀδ. Ε. 230, Κ. 543, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Αἰσχύλ. Χο. 11· ― ἠδύναντο δὲ νὰ καλύπτωσι δι’ [[αὐτοῦ]] καὶ τὴν κεφαλὴν ἐν εἴδει καλύπτρας, Ὀδ. Θ 84, 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 286, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890· ἐρρίπτετο δὲ ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ ὡς [[σάβανον]] ἢ νεκρικὴ [[σινδών]], Ἰλ. Σ. 353, Ω. 580, Σοφ. Αἴ. 916· (τὸ τῆς Πηνελόπης [[φᾶρος]] ὑφαίνετο [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ Λαέρτῃ ἥρωι ταφήιον Ὀδ. Β. 97, Τ. 142, Ω. 132)· ἐχρησίμευεν [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπικάλυμμα στρωμνῆς, δεμνίοις… στρωτὰ βάλλουσαν φάρη Σοφ. Τραχ. 916 πύματον φ., τὸ τελευταῖόν μου [[ῥάκος]], Ἀνθολ. Παλατ. 7. 268· ἀναιδείας φάρος· «Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (Ἀποσπ. 274) παρὰ τὸ (Ἰλ. Β. 262) «χλαῖνάν τ’ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ’ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει» Ἡσύχ. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἐπικ. καὶ Τραγικ. ποιηταῖς ([[διότι]] τὸ μνημονευθὲν [[χωρίον]] τοῦ Ἀριστοφ. [[εἶναι]] παρῳδούμενον Τραγικὸν [[χωρίον]]), πλὴν ὅτι παρ’ Ἡροδ. φέρεται δίς· ἡ παρὰ πεζογράφοις ἐν χρήσει λέξ. [[εἶναι]] [[ἱμάτιον]]. [ᾱ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν ἄρσει εὑρισκόμενον· οὕτω δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικοῖς· ἀλλὰ φᾱρέεσσι, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 863· ὁ Αἰσχύλος ἔχει τὸ α ἀείποτε μακρὸν· ὁ Σοφ. ἔχει αὐτὸ βραχὺ ἐν Τραχ. 916, Ἀποσπ. 331, 342, 525, καὶ [[οὐδέποτε]] ἀναγκαίως [[μακρόν]]· ὁ Εὐριπίδ. μακρὸν ἢ βραχὺ ἀδιακρίτως πρβλ. Seidl. Dochm. 257, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 36.]
|lstext='''φᾶρος''': -εος, τό, παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] καὶ φάρος [ἴδε ἐν τέλ.]· ([[ἴσως]] ἐκ τῆς √ΦΕΡ, φέρω, πρβλ. Γερμ. tracht ἐκ τοῦ trag-en)· ― μέγα [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, [[ὕφασμα]], «πανί», Ἰλ. Σ 353· φάρε’ ἔνεικε [[Καλυψώ]]..., ἱστία ποιήσασθαι Ὀδ. Ε. 258, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ 1081. ΙΙ. συνήθως ὡς τὸ [[χλαῖνα]], [[περιβόλαιον]], [[ὅπερ]] οἱ ἄνδρες ἐφόρουν [[ὑπεράνω]] τοῦ χιτῶνος· περὶ δὲ μέγα βάλλετο [[φᾶρος]] Ἰλ. Β. 43· πορφύρεον μέγα [[φᾶρος]] ἔχων ἐν χειρὶ Θ. 221, πρβλ. Ὀδ. Ο 61· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 122, 9. 109, καὶ τοῖς Τραγ.· ― ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες ἔχουσι [[φᾶρος]], Ὀδ. Ε. 230, Κ. 543, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Αἰσχύλ. Χο. 11· ― ἠδύναντο δὲ νὰ καλύπτωσι δι’ [[αὐτοῦ]] καὶ τὴν κεφαλὴν ἐν εἴδει καλύπτρας, Ὀδ. Θ 84, 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 286, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890· ἐρρίπτετο δὲ ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ ὡς [[σάβανον]] ἢ νεκρικὴ [[σινδών]], Ἰλ. Σ. 353, Ω. 580, Σοφ. Αἴ. 916· (τὸ τῆς Πηνελόπης [[φᾶρος]] ὑφαίνετο [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ Λαέρτῃ ἥρωι ταφήιον Ὀδ. Β. 97, Τ. 142, Ω. 132)· ἐχρησίμευεν [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπικάλυμμα στρωμνῆς, δεμνίοις… στρωτὰ βάλλουσαν φάρη Σοφ. Τραχ. 916 πύματον φ., τὸ τελευταῖόν μου [[ῥάκος]], Ἀνθολ. Παλατ. 7. 268· ἀναιδείας φάρος· «Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (Ἀποσπ. 274) παρὰ τὸ (Ἰλ. Β. 262) «χλαῖνάν τ’ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ’ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει» Ἡσύχ. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἐπικ. καὶ Τραγικ. ποιηταῖς ([[διότι]] τὸ μνημονευθὲν [[χωρίον]] τοῦ Ἀριστοφ. [[εἶναι]] παρῳδούμενον Τραγικὸν [[χωρίον]]), πλὴν ὅτι παρ’ Ἡροδ. φέρεται δίς· ἡ παρὰ πεζογράφοις ἐν χρήσει λέξ. [[εἶναι]] [[ἱμάτιον]]. [ᾱ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν ἄρσει εὑρισκόμενον· οὕτω δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικοῖς· ἀλλὰ φᾱρέεσσι, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 863· ὁ Αἰσχύλος ἔχει τὸ α ἀείποτε μακρὸν· ὁ Σοφ. ἔχει αὐτὸ βραχὺ ἐν Τραχ. 916, Ἀποσπ. 331, 342, 525, καὶ [[οὐδέποτε]] ἀναγκαίως [[μακρόν]]· ὁ Εὐριπίδ. μακρὸν ἢ βραχὺ ἀδιακρίτως πρβλ. Seidl. Dochm. 257, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 36.]
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[φάρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth