Anonymous

χλάδω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xla/dw
|Beta Code=xla/dw
|Definition=[[exult loudly]], assumed as pres. of [[κέχλᾱδα]], wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος . . κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, <span class="bibl"><span class="title">O.</span>9.2</span>; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.179</span>; κέχλαδεν κρόταλα <span class="bibl"><span class="title">Dith.Oxy.</span>2.10</span>; Hsch. has <b class="b3">κεχληδέναι· ψοφεῖν</b>.
|Definition=[[exult loudly]], assumed as pres. of [[κέχλᾱδα]], wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος . . κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, <span class="bibl"><span class="title">O.</span>9.2</span>; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.179</span>; κέχλαδεν κρόταλα <span class="bibl"><span class="title">Dith.Oxy.</span>2.10</span>; Hsch. has <b class="b3">κεχληδέναι· ψοφεῖν</b>.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλάδω''': παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· [[καλλίνικος]] .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.<br />Ἡ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις [[εἶναι]] ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ [[λέξις]] ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς [[ταῦτα]], ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
|lstext='''χλάδω''': παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· [[καλλίνικος]] .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.<br />Ἡ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις [[εἶναι]] ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ [[λέξις]] ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς [[ταῦτα]], ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml