3,274,159
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xeima/rroos | |Beta Code=xeima/rroos | ||
|Definition=ον, contr. [[χειμάρρους]], ουν, and shortened [[χείμαρρος]], ον: ([[χεῖμα]], [[ῥέω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[winter-flowing]], [[swollen by rain and melted snow]], of [[mountain]]-[[stream]]s,<br><span class="bld">I</span> joined with [[ποταμός]], [[ὅν]] [[τε]] [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ 5.88; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες 4.452; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81, cf. Thgn.348; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant.712; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι E.Tr.449 (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba.1093; χαράδρα χ. Plb.10.30.2.<br><span class="bld">2</span> [[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]] seems to be [[rushing]], [[furious]] [[lightning]] A.Fr.281.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[torrent]], Pl. Lg.736b, X.HG4.4.7; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε D.18.153.<br><span class="bld">2</span> simply, [[river]], [[LXX]] Nu.34.5.<br><span class="bld">3</span> [[drain]], [[gutter]], οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19.<br><span class="bld">4</span> [[valley]], [[watercourse]], [[LXX]] 4 Ki.3.16. (Plur. accented [[χείμαρροι]] by Ptol.Ascal., [[χειμάρροι]] by Nicias, Eust. 496.37; later nom. χείμαρρος Paus.9.33.7, 10.37.3, acc. χείμαρρον [[LXX]] [[l.c.]] cod.Alex., Ps.123(124).4, Paus.1.35.7.) | |Definition=ον, contr. [[χειμάρρους]], ουν, and shortened [[χείμαρρος]], ον: ([[χεῖμα]], [[ῥέω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[winter-flowing]], [[swollen by rain and melted snow]], of [[mountain]]-[[stream]]s,<br><span class="bld">I</span> joined with [[ποταμός]], [[ὅν]] [[τε]] [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ 5.88; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες 4.452; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81, cf. Thgn.348; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant.712; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι E.Tr.449 (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba.1093; χαράδρα χ. Plb.10.30.2.<br><span class="bld">2</span> [[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]] seems to be [[rushing]], [[furious]] [[lightning]] A.Fr.281.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[torrent]], Pl. Lg.736b, X.HG4.4.7; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε D.18.153.<br><span class="bld">2</span> simply, [[river]], [[LXX]] Nu.34.5.<br><span class="bld">3</span> [[drain]], [[gutter]], οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19.<br><span class="bld">4</span> [[valley]], [[watercourse]], [[LXX]] 4 Ki.3.16. (Plur. accented [[χείμαρροι]] by Ptol.Ascal., [[χειμάρροι]] by Nicias, Eust. 496.37; later nom. χείμαρρος Paus.9.33.7, 10.37.3, acc. χείμαρρον [[LXX]] [[l.c.]] cod.Alex., Ps.123(124).4, Paus.1.35.7.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br />formé <i>ou</i> grossi par des pluies d'orage <i>ou</i> d'hiver;<br />ὁ [[χειμάρροος]], torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμάρροος''': -ον, κατ’ Ἀττ. συναίρ. -ρρους, ουν, καὶ συντετμημένον χείμαρρος, ον· ([[χεῖμα]], ῥέω)· ― ὁ ῥέων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἐξογκούμενος ὑπὸ τῶν βροχῶν καὶ τῆς τηκομένης χιόνος, ἐπίθ. τῶν ἐκ τῶν ὀρέων κατερχομένων ὑδάτων καὶ ποταμίων. 1) συνημμένον τῷ [[ποταμός]], ὃν τε [δηλ. ὁλοοίτροχον] ποταμὸς [[χειμάρροος]] ὤσῃ Ἰλ. Ν. 138· ὡς δ’ [[ὁπότε]] πλήθων ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισιν χειμάρρους κατ’ ὄρεσφιν Λ. 492· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ τύπου χείμαρρος, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ Ε. 88· ὡς δ’ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ’ [[ὄρεσφι]] ῥέοντες Δ. 452· ― οὕτω, χειμάρρῳ ποταμῷ [[ἴκελος]] Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Θέογν. 348· οὕτω παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ χείμαρρος, παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Σοφ. Ἀντιγ. 712, φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· διὰ χειμάρρου νάπης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1093· οὕτω, [[χαράδρα]] χ. Πολύβ. 10. 30, 2. 2) ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280, [[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἀστραπὴν ὁρμητικῶς φερομένην (πρβλ. πυρὸς βόστρυχος), ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1044. ΙΙ. ὡς οὐσ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[ποταμός]]), ὡς καὶ νῦν, ξηροπόταμον [[ὅπερ]] ἐν καιρῷ ῥαγδαίας βροχῆς γίνεται ὁρμητικώτατος [[ποταμός]], Πλάτ. Νόμ. 736Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· [[ὥσπερ]] χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε Δημ. 278. 9· μεταφορ., σὺν χειμάρρῳ, παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ὁρμητικοῦ χειμάρρου, Πίνδ. Ἀποσπ. 90. 2) ὡς τὸ [[χαράδρα]] ΙΙ. 2, ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὕδατος, Δημ. 1277. 5. (Οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ Ὁμήρου διέφερον ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν τῆς λέξεως χειμαρρος, ― οἱ μὲν τονίζοντες ὡς εἰ ἦτο ἀνεξάρτητον οὐσιαστικ. χείμαρρος, οἱ δὲ ὡς ἐπίθ. χειμάρρος (ἀντὶ [[χειμάρροος]]), Εὐστάθ. 496. 38· ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Payne Knight, προτείνει ἀντὶ χειμάρρος νὰ γράφηται χειμάροος, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ὠκύροος]]). | |lstext='''χειμάρροος''': -ον, κατ’ Ἀττ. συναίρ. -ρρους, ουν, καὶ συντετμημένον χείμαρρος, ον· ([[χεῖμα]], ῥέω)· ― ὁ ῥέων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἐξογκούμενος ὑπὸ τῶν βροχῶν καὶ τῆς τηκομένης χιόνος, ἐπίθ. τῶν ἐκ τῶν ὀρέων κατερχομένων ὑδάτων καὶ ποταμίων. 1) συνημμένον τῷ [[ποταμός]], ὃν τε [δηλ. ὁλοοίτροχον] ποταμὸς [[χειμάρροος]] ὤσῃ Ἰλ. Ν. 138· ὡς δ’ [[ὁπότε]] πλήθων ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισιν χειμάρρους κατ’ ὄρεσφιν Λ. 492· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ τύπου χείμαρρος, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ Ε. 88· ὡς δ’ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ’ [[ὄρεσφι]] ῥέοντες Δ. 452· ― οὕτω, χειμάρρῳ ποταμῷ [[ἴκελος]] Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Θέογν. 348· οὕτω παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ χείμαρρος, παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Σοφ. Ἀντιγ. 712, φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· διὰ χειμάρρου νάπης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1093· οὕτω, [[χαράδρα]] χ. Πολύβ. 10. 30, 2. 2) ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280, [[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἀστραπὴν ὁρμητικῶς φερομένην (πρβλ. πυρὸς βόστρυχος), ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1044. ΙΙ. ὡς οὐσ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[ποταμός]]), ὡς καὶ νῦν, ξηροπόταμον [[ὅπερ]] ἐν καιρῷ ῥαγδαίας βροχῆς γίνεται ὁρμητικώτατος [[ποταμός]], Πλάτ. Νόμ. 736Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· [[ὥσπερ]] χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε Δημ. 278. 9· μεταφορ., σὺν χειμάρρῳ, παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ὁρμητικοῦ χειμάρρου, Πίνδ. Ἀποσπ. 90. 2) ὡς τὸ [[χαράδρα]] ΙΙ. 2, ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὕδατος, Δημ. 1277. 5. (Οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ Ὁμήρου διέφερον ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν τῆς λέξεως χειμαρρος, ― οἱ μὲν τονίζοντες ὡς εἰ ἦτο ἀνεξάρτητον οὐσιαστικ. χείμαρρος, οἱ δὲ ὡς ἐπίθ. χειμάρρος (ἀντὶ [[χειμάρροος]]), Εὐστάθ. 496. 38· ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Payne Knight, προτείνει ἀντὶ χειμάρρος νὰ γράφηται χειμάροος, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ὠκύροος]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |