Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάρμη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ἡ, [[Schlacht]], Kampf, Streit, Hom. oft, μνήσαντο δὲ χάρμης Il. 4, 222. 8, 252, μνησώμεθα χάρμης Il. 19, 148 Od. 22, 73, δύο φῶτε εἰδότε χάρμης Iliad. 5, 608, οὔ πω λήθετο χάρμης Il. 12, 203, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις 4, 509, ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ 7, 218. – Iliad. 13, 82 χάρμῃ γηθόσυνοι, τήν [[σφιν]] θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἐλλείπει ἡ ἐπί, ἵν' ᾖ ἐπὶ χάρμῃ. Es scheint, als habe das Wort hier die Bedeutung »Kampfesmuth«, »Schlachtenfreude«. – Sp. Ep. – Bei Pind. Ol. 9, 02 ist das Wort = [[χάρμα]] gebraucht; Pseudo-Phocyl. 110. – Nach Schol. Pind. a. a. O. brauchten Ibyc. u. Stesichor. es für [[ἐπιδορατίς]]. – Wenn man das Wort von [[χαίρω]] herleiten will, so ist »Schlachtenfreude«, »Schlachtjubel« Grundbedeutung. Man vergl. die Wörter [[ἱππιοχάρμης]], [[μενεχάρμης]], [[μενέχαρμος]], [[σιδηροχάρμης]], [[χαλκοχάρμης]] und s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 180, auch die sämmtlichen Scholien zu Iliad. 13, 82 mit Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ἡ, [[Schlacht]], Kampf, Streit, Hom. oft, μνήσαντο δὲ χάρμης Il. 4, 222. 8, 252, μνησώμεθα χάρμης Il. 19, 148 Od. 22, 73, δύο φῶτε εἰδότε χάρμης Iliad. 5, 608, οὔ πω λήθετο χάρμης Il. 12, 203, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις 4, 509, ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ 7, 218. – Iliad. 13, 82 χάρμῃ γηθόσυνοι, τήν [[σφιν]] θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἐλλείπει ἡ ἐπί, ἵν' ᾖ ἐπὶ χάρμῃ. Es scheint, als habe das Wort hier die Bedeutung »Kampfesmuth«, »Schlachtenfreude«. – Sp. Ep. – Bei Pind. Ol. 9, 02 ist das Wort = [[χάρμα]] gebraucht; Pseudo-Phocyl. 110. – Nach Schol. Pind. a. a. O. brauchten Ibyc. u. Stesichor. es für [[ἐπιδορατίς]]. – Wenn man das Wort von [[χαίρω]] herleiten will, so ist »Schlachtenfreude«, »Schlachtjubel« Grundbedeutung. Man vergl. die Wörter [[ἱππιοχάρμης]], [[μενεχάρμης]], [[μενέχαρμος]], [[σιδηροχάρμης]], [[χαλκοχάρμης]] und s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 180, auch die sämmtlichen Scholien zu Iliad. 13, 82 mit Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />joie ; <i>particul.</i> joie de combattre, ardeur belliqueuse ; combat, bataille.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ, briller, d'où réjouir ; v. [[χαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χάρμη''': ἡ, [[κυρίως]], ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ [[σφόδρα]] ἐπιθυμία πρὸς μάχην, χάρμῃ γηθόσυνοι τήν [[σφιν]] ἔμβαλε θυμῷ Ἰλ. Ν. 82· μνήσασθαι χάρμης Ὀδ. Χ. 73 (τὸ μόνον ἐν τῇ Ὀδ. [[παράδειγμα]]), Ἰλ. Δ. 222., Θ. 252, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ λήθεσθαι χάρμης Μ. 203, 393, κλπ.· παῦσαί τινα χάρμης [[αὐτόθι]] 389 οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο χάρμαι, δύο χαραὶ μάχης, δηλ. δύο νῖκαι, Πινδ. Ο. 9. 129· ἐπιτυχίαι, εὐτυχίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακά, Ψευδοφωκυλ. 110· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ταχέως]] μετέβη εἰς τὴν σημασίαν μόνον τῆς, προκαλέσσατο χάρμῃ Ἰλ. Η. 218· ἔλθοι τεθνειώς, καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης Ρ. 161· εἰδότε χάρμης Ε. 608· μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις Δ. 509· ἐρωήσουσι δὲ χάρμης Ξ. 101. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[χάρμη]] θὰ [[εἶναι]] βεβαίως τὸ [[ῥῆμα]] [[χαίρω]], [[ὅθεν]] ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ ἀγρία χαρὰ ἣν οἱ μαχόμενοι αἰσθάνονται, ὅρα τὰ σύνθετα [[ἱππιοχάρμης]] καὶ [[ἱπποχάρμης]], [[μενεχάρμης]] καὶ μενέχαρμος, [[σιδηροχάρμης]], [[χαλκοχάρμης]]· ὁ Schneider ποιεῖται μνείαν περιέργου τινὸς ἑρμηνείας παρ’ Ἡσυχ., [[χαρά]]· ὀργὴ ἢ [[ὀργίλος]].) ΙΙΙ. = ἐπιδορατίς, Στησίχορ. 92, Ἴβυκ. 58.
|lstext='''χάρμη''': ἡ, [[κυρίως]], ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ [[σφόδρα]] ἐπιθυμία πρὸς μάχην, χάρμῃ γηθόσυνοι τήν [[σφιν]] ἔμβαλε θυμῷ Ἰλ. Ν. 82· μνήσασθαι χάρμης Ὀδ. Χ. 73 (τὸ μόνον ἐν τῇ Ὀδ. [[παράδειγμα]]), Ἰλ. Δ. 222., Θ. 252, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ λήθεσθαι χάρμης Μ. 203, 393, κλπ.· παῦσαί τινα χάρμης [[αὐτόθι]] 389 οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο χάρμαι, δύο χαραὶ μάχης, δηλ. δύο νῖκαι, Πινδ. Ο. 9. 129· ἐπιτυχίαι, εὐτυχίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακά, Ψευδοφωκυλ. 110· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ταχέως]] μετέβη εἰς τὴν σημασίαν μόνον τῆς, προκαλέσσατο χάρμῃ Ἰλ. Η. 218· ἔλθοι τεθνειώς, καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης Ρ. 161· εἰδότε χάρμης Ε. 608· μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις Δ. 509· ἐρωήσουσι δὲ χάρμης Ξ. 101. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[χάρμη]] θὰ [[εἶναι]] βεβαίως τὸ [[ῥῆμα]] [[χαίρω]], [[ὅθεν]] ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ ἀγρία χαρὰ ἣν οἱ μαχόμενοι αἰσθάνονται, ὅρα τὰ σύνθετα [[ἱππιοχάρμης]] καὶ [[ἱπποχάρμης]], [[μενεχάρμης]] καὶ μενέχαρμος, [[σιδηροχάρμης]], [[χαλκοχάρμης]]· ὁ Schneider ποιεῖται μνείαν περιέργου τινὸς ἑρμηνείας παρ’ Ἡσυχ., [[χαρά]]· ὀργὴ ἢ [[ὀργίλος]].) ΙΙΙ. = ἐπιδορατίς, Στησίχορ. 92, Ἴβυκ. 58.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />joie ; <i>particul.</i> joie de combattre, ardeur belliqueuse ; combat, bataille.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ, briller, d'où réjouir ; v. [[χαίρω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth