Anonymous

χνόος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] ὁ, att. zsgzgn χνοῦς, gen. χνοῦ, dat. χνοΐ ist zw., s. Lob. Phryn. 454, – das, was bloß auf der Oberfläche sitzt und abgeschabt, abgekratzt werden kann (χνάω, [[κνάω]]); dah. jeder zarte, leichte Anflug auf der Oberfläche, ἁλος [[χνόος]], der Schaum oder Schmutz des Meeres, der auf der Haut sitzen bleibt u. abgerieben wird, Od. 6, 221, wie sonst ἁλὸς [[ἄχνη]]. – Bes. der seine Flaum an einigen Früchten, wie Pfirsich u. Quitte, Theocr.; μήλων χνοῦν ἐπικαρπίδιον Zonas 6 (IX, 226); u. der erste Flaum an Kinn und Backen, lanugo, das Zeichen beginnender ἐπήνθει τοῖς αἰδοίοις ὥςπερ μήλοισιν Ar. Nubb. 965. – Auch jedes andre seine Haar, abgekratzte, gezupfte Wolle, zum Stopfen der Kissen u. Matratzen, Theodorid. 6 (VI, 156). – Auch wie [[χνόη]], das Knarren der Wagenräder, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] ὁ, att. zsgzgn χνοῦς, gen. χνοῦ, dat. χνοΐ ist zw., s. Lob. Phryn. 454, – das, was bloß auf der Oberfläche sitzt und abgeschabt, abgekratzt werden kann (χνάω, [[κνάω]]); dah. jeder zarte, leichte Anflug auf der Oberfläche, ἁλος [[χνόος]], der Schaum oder Schmutz des Meeres, der auf der Haut sitzen bleibt u. abgerieben wird, Od. 6, 221, wie sonst ἁλὸς [[ἄχνη]]. – Bes. der seine Flaum an einigen Früchten, wie Pfirsich u. Quitte, Theocr.; μήλων χνοῦν ἐπικαρπίδιον Zonas 6 (IX, 226); u. der erste Flaum an Kinn und Backen, lanugo, das Zeichen beginnender ἐπήνθει τοῖς αἰδοίοις ὥςπερ μήλοισιν Ar. Nubb. 965. – Auch jedes andre seine Haar, abgekratzte, gezupfte Wolle, zum Stopfen der Kissen u. Matratzen, Theodorid. 6 (VI, 156). – Auch wie [[χνόη]], das Knarren der Wagenräder, Hesych.
}}
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br />toute efflorescence ; <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> écume :<br /><b>1</b> écume de la mer;<br /><b>2</b> crinière;<br /><b>II.</b> poussière SEPT, NT;<br /><b>III.</b> cendre;<br /><b>IV.</b> <b>1</b> duvet, <i>particul.</i> barbe d'épis;<br /><b>2</b> duvet de certains fruits;<br /><b>3</b> premier duvet, barbe naissante ; <i>fig.</i> teinte d'archaïsme <i>en parl. du style</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χνόος''': ὁ, Ἀττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· τὴν δοτ, χνοΐ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, μεταβάλλει ὁ Schneid. ἐις χροΐ· (ἡ χνοῦς, «χνοῦν: τὸ [[λεπτὸν]] τοῦ ἀχύρου, Ἀριστοφάνης. [[Εὐριπίδης]] δὲ θηλυκῶς τὴν χνοῦν» Γραμματικὸς ἐν τοῖς Ἀνεκδότοις Bachm. 1. 418)· πᾶσα ἐλαφρὰ καὶ πορώδης [[οὐσία]], ἁλὸς [[χνόος]], ὁ [[ἀφρός]], [[ὅστις]] συνάγεται κατὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[ἁλοσάχνη]]), Ὀδ. Ζ. 226· πωλικὸς χν., ὁ ἀφρὸς τοῦ πώλου δηλ. τοῦ ἵππου, Ἀνθ. Παλατ. 6. 156· [[ὡσαύτως]] ἔρια ἐξεσμένα πρὸς πλήρωσιν προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων, Ἱππ. 612· 301· - παροιμ. ἐπὶ μαλακῶν πραγμάτων· εἰς. ἄχυρα καὶ χνοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὁ λεπτὸς χνοῦς ὁ ἐπὶ τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 2. 8, 4, πρβλ. Διόδ. 2. 59· τὸ χνοῦδι καρπῶν τινων, μήλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος Ἀνθ. Παλατ. 9. 226· καὶ [[οὕτως]], αἱ πρῶται τρίχες ἐπὶ τῶν παρειῶν ἢ τῆς σιαγόνος κτλ. τῶν νέων, Λατ. lanugo, χνοῦς [[ὥσπερ]] μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστ. Νεφ. 978· [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Παλατ. 9. 219· θηλείαις οὐδ’ ὅσσον ἐπὶ [[χνόος]] ἦλθε παρειαῖς Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· ([[θηρίον]]) χνοῦ ἀνάπλεων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 27, 2. 2) μεταφρ., ἐξωτερικὴ ἐπάνθισις ἀρχαϊκοῦ ὕφους, ὅ τε [[πίνος]] αὐτῇ (δηλ. τῇ γλώσσῃ τοῦ Πλάτωνος) καὶ χνοῦς τῆς ἀρχαιότητος .. ἐπιτρέχει Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· ἐπανθεῖ τις .. χνοῦς ἀρχαιοπινὴς ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 38, πρβλ. 5, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79D.
|lstext='''χνόος''': ὁ, Ἀττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· τὴν δοτ, χνοΐ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, μεταβάλλει ὁ Schneid. ἐις χροΐ· (ἡ χνοῦς, «χνοῦν: τὸ [[λεπτὸν]] τοῦ ἀχύρου, Ἀριστοφάνης. [[Εὐριπίδης]] δὲ θηλυκῶς τὴν χνοῦν» Γραμματικὸς ἐν τοῖς Ἀνεκδότοις Bachm. 1. 418)· πᾶσα ἐλαφρὰ καὶ πορώδης [[οὐσία]], ἁλὸς [[χνόος]], ὁ [[ἀφρός]], [[ὅστις]] συνάγεται κατὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[ἁλοσάχνη]]), Ὀδ. Ζ. 226· πωλικὸς χν., ὁ ἀφρὸς τοῦ πώλου δηλ. τοῦ ἵππου, Ἀνθ. Παλατ. 6. 156· [[ὡσαύτως]] ἔρια ἐξεσμένα πρὸς πλήρωσιν προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων, Ἱππ. 612· 301· - παροιμ. ἐπὶ μαλακῶν πραγμάτων· εἰς. ἄχυρα καὶ χνοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὁ λεπτὸς χνοῦς ὁ ἐπὶ τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 2. 8, 4, πρβλ. Διόδ. 2. 59· τὸ χνοῦδι καρπῶν τινων, μήλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος Ἀνθ. Παλατ. 9. 226· καὶ [[οὕτως]], αἱ πρῶται τρίχες ἐπὶ τῶν παρειῶν ἢ τῆς σιαγόνος κτλ. τῶν νέων, Λατ. lanugo, χνοῦς [[ὥσπερ]] μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστ. Νεφ. 978· [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Παλατ. 9. 219· θηλείαις οὐδ’ ὅσσον ἐπὶ [[χνόος]] ἦλθε παρειαῖς Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· ([[θηρίον]]) χνοῦ ἀνάπλεων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 27, 2. 2) μεταφρ., ἐξωτερικὴ ἐπάνθισις ἀρχαϊκοῦ ὕφους, ὅ τε [[πίνος]] αὐτῇ (δηλ. τῇ γλώσσῃ τοῦ Πλάτωνος) καὶ χνοῦς τῆς ἀρχαιότητος .. ἐπιτρέχει Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· ἐπανθεῖ τις .. χνοῦς ἀρχαιοπινὴς ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 38, πρβλ. 5, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79D.
}}
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br />toute efflorescence ; <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> écume :<br /><b>1</b> écume de la mer;<br /><b>2</b> crinière;<br /><b>II.</b> poussière SEPT, NT;<br /><b>III.</b> cendre;<br /><b>IV.</b> <b>1</b> duvet, <i>particul.</i> barbe d'épis;<br /><b>2</b> duvet de certains fruits;<br /><b>3</b> premier duvet, barbe naissante ; <i>fig.</i> teinte d'archaïsme <i>en parl. du style</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth