Anonymous

φροντιστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ὁ, 1) Denker, Forscher, Grübler; Ar. Nubb. öfters; τῶν μετεώρων, überirdischer Dinge, mit einem verächtlichen Nebenbegriffe, Xen. Conv. 6, 6, vgl. Mem. 4, 7,6; auch φροντιστὴς τὰ μετέωρα, Plat. Apol. 18 b; so nannte man zu Sokrates Zeit die spekulativen Philosophen (Denkwirthschafter, nach Voß bei Ar. Nubb. 266). – 2) Sorger, Fürsorger, Vollzieher eines Vermächtnisses, Inscr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ὁ, 1) Denker, Forscher, Grübler; Ar. Nubb. öfters; τῶν μετεώρων, überirdischer Dinge, mit einem verächtlichen Nebenbegriffe, Xen. Conv. 6, 6, vgl. Mem. 4, 7,6; auch φροντιστὴς τὰ μετέωρα, Plat. Apol. 18 b; so nannte man zu Sokrates Zeit die spekulativen Philosophen (Denkwirthschafter, nach Voß bei Ar. Nubb. 266). – 2) Sorger, Fürsorger, Vollzieher eines Vermächtnisses, Inscr.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui médite, penseur : φροντιστὴς [[τῶν]] οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s'occupe des choses d'en haut.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φροντιστής''': -οῦ, ὁ βαθέως ἐξετάζων τὰ πράγματα καὶ σκεπτόμενος περὶ αὐτῶν, βαθὺς [[φιλόσοφος]], ὡς ὁ [[Σωκράτης]] καλεῖται ἐμπαικτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν ταῖς Νεφ. 267, πρβλ. 414, 456, 1309· οὕτω, φρ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, ξεν. Συμπ. 6, 6, Ἀπομν. 4. 7, 6· τά... μετέωρα φρ. Πλατ. Ἀπολ. 18Β· ― οὕτω δὲ κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ δηλοῖ τὸν φιλόσοφον, Ξεν. Συμπ. 7. 2. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ ἴδε φροντὶς Ι. 2. ΙΙ. ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, τοῦ ἱεροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4716c· τῶν δημοσίων πραγμάτων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 908· τῶν ὑπηκόων Πολυδ. Αϳ, 40· ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατιν. Procurator, ὁ φρ. Δρούσου Συλλ. Ἐπιγρ. 3612, πρβλ. 5785. 25, -86· ― [[οἰκονόμος]] οἰκίας, Γεωπ. 7. 8, 1· [[ἐπίτροπος]], Ἰγνάτ. ― Καὶ θηλ. φροντίστρια, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 4967.
|lstext='''φροντιστής''': -οῦ, ὁ βαθέως ἐξετάζων τὰ πράγματα καὶ σκεπτόμενος περὶ αὐτῶν, βαθὺς [[φιλόσοφος]], ὡς ὁ [[Σωκράτης]] καλεῖται ἐμπαικτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ἐν ταῖς Νεφ. 267, πρβλ. 414, 456, 1309· οὕτω, φρ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, ξεν. Συμπ. 6, 6, Ἀπομν. 4. 7, 6· τά... μετέωρα φρ. Πλατ. Ἀπολ. 18Β· ― οὕτω δὲ κατήντησεν ἡ [[λέξις]] νὰ δηλοῖ τὸν φιλόσοφον, Ξεν. Συμπ. 7. 2. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ ἴδε φροντὶς Ι. 2. ΙΙ. ὁ φροντίζων [[περί]] τινος, τοῦ ἱεροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4716c· τῶν δημοσίων πραγμάτων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 908· τῶν ὑπηκόων Πολυδ. Αϳ, 40· ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατιν. Procurator, ὁ φρ. Δρούσου Συλλ. Ἐπιγρ. 3612, πρβλ. 5785. 25, -86· ― [[οἰκονόμος]] οἰκίας, Γεωπ. 7. 8, 1· [[ἐπίτροπος]], Ἰγνάτ. ― Καὶ θηλ. φροντίστρια, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 4967.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui médite, penseur : φροντιστὴς [[τῶν]] οὐρανίων XÉN qui médite sur les choses célestes ; τὰ μετέωρα PLAT qui s'occupe des choses d'en haut.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml