Anonymous

χλοάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.
}}
{{bailly
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
}}
{{bailly
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]].
}}
}}
{{grml
{{grml