Anonymous

ψωμός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit morceau, bouchée de pain <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψωμός''': -οῦ, ὁ, (ψώω) [[τεμάχιον]], [[κομμάτιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βοῦκα» ἢ [[ἁπλῶς]] [[τεμάχιον]] τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ψωμός]], ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».
|lstext='''ψωμός''': -οῦ, ὁ, (ψώω) [[τεμάχιον]], [[κομμάτιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βοῦκα» ἢ [[ἁπλῶς]] [[τεμάχιον]] τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ψωμός]], ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit morceau, bouchée de pain <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth