Anonymous

ψυχαγωγία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ [[ψυχαγωγία]] τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ [[γέλως]] bis accus. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ [[ψυχαγωγία]] τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ [[γέλως]] bis accus. 10.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />attrait, séduction ; joie, plaisir, divertissement.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχᾰγωγία''': ἡ, [[ἀνάκλησις]] ψυχῶν ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - [[ὅθεν]] ἡ Ρητορικὴ [[τέχνη]] καλεῖται [[ψυχαγωγία]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· [[καθόλου]], διασκέδασις, [[εὐαρέστησις]], [[τέρψις]], Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. [[εἶδος]] ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «[[ψυχαγωγία]] ... ὀνομάζεται [[σήμερον]] εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ [[μεταξύ]] τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη [[ἐξήγησις]], ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει.
|lstext='''ψῡχᾰγωγία''': ἡ, [[ἀνάκλησις]] ψυχῶν ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - [[ὅθεν]] ἡ Ρητορικὴ [[τέχνη]] καλεῖται [[ψυχαγωγία]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· [[καθόλου]], διασκέδασις, [[εὐαρέστησις]], [[τέρψις]], Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. [[εἶδος]] ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «[[ψυχαγωγία]] ... ὀνομάζεται [[σήμερον]] εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ [[μεταξύ]] τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη [[ἐξήγησις]], ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />attrait, séduction ; joie, plaisir, divertissement.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml