Anonymous

ἀγοραῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0020.png Seite 20]] αία, αῐον, Plut., Herodian, wie Pollux 7, 6. Auch ἡ [[ἀγοραῖος]] ([[ἀγορά]]), den [[Markt]] betreffend: a) θεοὶ ἀγοραῖοι, Aesch. Ag. 90 ch., entgegengesetzt den οὐράνιοι, die auf dem Markt verkehrten; aber auch die den Versammlungen Vorstehenden, wie Θέμις ἀγοραία von Hes. ἐκκλησιαστική erkl. wird, mit Hinblick auf Od. 2, 69. Ebenso stellt Poll. 1, 24 θεοὶ φράτριοι, ἀγοραῖοι, ἐπικάρπιοι, στράτιοι zusammen. Bes. heißt so [[Ζεύς]], wobei nach alten Erkl. mehr an die Versammlungen zu denken (ἐν ἐκκλησίαις καὶ δίκαις δίκην διδοὺς [[ἀγοραῖος]] κέκληται), Aesch. Eum. 931; Διὸς ἀγοραίου ἱκέται ὄντες Eur. Heracl. 70; Her. 5, 46; Aristoph. Equitt. 408. 498; Theophr. bei Stob. flor. 44, 22; Plut. de gen. Socr., wo ihm Μοῦσαι hinzugefügt sind; vgl. Paus. 3, 11, 8. 5, 15, 3. So [[Ἑρμῆς]], wo an den Handel zu denken, Cornut. de N. D., [[ἐπίσκοπος]] γὰρ τῶν ἀγοραζόντων; Aristoph. Equitt. 297; Luc. Jup. Trag. 33; cf. Paus. 1, 15, 2. 9, 7. 9, 17, 1. Einzeln kommen bei Paus. vor: [[Ἄρτεμις]] 5, 15, 3 (ἀγοραία), Ἀθηνᾶ 3, 11, 8. – b) ἄνθρωποι ἀγοραῖοι, auf dem Markt verkehrende M., VLL. οἱ ἐν ἀγορᾷ καταστρεφόμενοι, zunächst Krämer, mitden κάπηλοι, den Kaufleuten, ἔμποροι, entgegengesetzt, Xen. Lac. 3, 13; Her. 1, 93 verb. sie mit χειρώνακτες, 2, 141 mit κάπηλοι und χειρ. Allgemeiner Arist. Pol. IV, 3 τὸ ἀγοραῖον ([[γένος]]) τὸ περὶ πράσεις καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον; IV, 4 init. kürzer τὸ περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν; VI, 2 stellt er βάναυσοι u. τὸ θητικόν mit ἀγ. ἄνθρωποι zusammen; Oec. II sind τέλη ἀγοραῖα Waarenzölle. – c) Nach B. A. 339 ([[ἀγοραῖος]] [[νοῦς]] ὁ [[πάνυ]] εὐτελὴ, καὶ [[συρφετώδης]] οὐδὲ πεφροντισμένος, οἱγὰρ ἀγς ἄνθρωποι ἀμαθεῖς καὶ ἀπαίδευτοι) nahm das Wort die Bdtg gem [[ein]], [[schlechtan]]; Ar. Equ. 214, von einem zu einem Demagogen befähigten Menschen, γέγονας [[κακός]], [[ἀγοραῖος]] εἶ, du bist ein Mann des Markts; Ran. 1075 [[πανοῦργος]] καὶ ἀγ., ein Pflastertreter; Plat. Prot. 347 e ἀγ. καὶ φαῦλοι; Theophr. Char. 6 τῷ ἤθει ἀγ. gemein von Charakter. Uebrtr. σκώμματα, gemeine. Witze, Arist. Pax 750; ἀγοραῖα τεκμήρια Aeschin. 1, 125, wie Arist. Eth. N. VIII, 13, 6 ἀγοραία [[φιλία]] der ἰλευθεριωτέρα entgegensetzt, und Luc. Histor. conscr. 44 ὀνόματα ἀγ, καὶ καπηλικά, Plut. Symp. 1, 1 [[λόγος]] [[βάναυσος]] καὶ ἀγ. zusammenstellt; ὀψάρια ἀγοραῖα Diphil. Ath. VII, 292 b. Sp. auch im guten Sinne, Plut. Pericl. 11 ἀγ. καὶ [[πολιτικός]], der in der Volksversammlung herrschende; vgl. Symp. 7, 7; aber de vit. pud. 8 ist ἀνὴρ ἀγ. ein gewandter Advocat. – d) B. A. 330 ἀγοραίαν δίκην, τὴν δικαιολογίαν deutet an, daß es auch von Processen gebraucht wurde. So Her. [[ἀγοραῖος]] [[διαφορά]] 7, 9, [[διοίκησις]] 6, 2; Plut. [[χρεία]] ἀγ. Lyc. 25. – Ben comparat. ἀγοραιότεροι hat Ptol. Euerg. bei Ath. X, 438 f. Nach Ammon. machte man den Unterschied, daß ἀγόραιος ὁ [[πονηρός]], ὁ ἐν ἀγορᾷ τεθραμμένος (c), [[ἀγοραῖος]] ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ τιμώμενος (a), was, zu eng, auch auf (b) auszudehnen ware. – Adv., ἀγοραίως λέγειν Dionys. C. V. 10, 11, pöbelhaft reden; oder advokatenmäßig, Plut. C. Graech. 4 Ant. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0020.png Seite 20]] αία, αῐον, Plut., Herodian, wie Pollux 7, 6. Auch ἡ [[ἀγοραῖος]] ([[ἀγορά]]), den [[Markt]] betreffend: a) θεοὶ ἀγοραῖοι, Aesch. Ag. 90 ch., entgegengesetzt den οὐράνιοι, die auf dem Markt verkehrten; aber auch die den Versammlungen Vorstehenden, wie Θέμις ἀγοραία von Hes. ἐκκλησιαστική erkl. wird, mit Hinblick auf Od. 2, 69. Ebenso stellt Poll. 1, 24 θεοὶ φράτριοι, ἀγοραῖοι, ἐπικάρπιοι, στράτιοι zusammen. Bes. heißt so [[Ζεύς]], wobei nach alten Erkl. mehr an die Versammlungen zu denken (ἐν ἐκκλησίαις καὶ δίκαις δίκην διδοὺς [[ἀγοραῖος]] κέκληται), Aesch. Eum. 931; Διὸς ἀγοραίου ἱκέται ὄντες Eur. Heracl. 70; Her. 5, 46; Aristoph. Equitt. 408. 498; Theophr. bei Stob. flor. 44, 22; Plut. de gen. Socr., wo ihm Μοῦσαι hinzugefügt sind; vgl. Paus. 3, 11, 8. 5, 15, 3. So [[Ἑρμῆς]], wo an den Handel zu denken, Cornut. de N. D., [[ἐπίσκοπος]] γὰρ τῶν ἀγοραζόντων; Aristoph. Equitt. 297; Luc. Jup. Trag. 33; cf. Paus. 1, 15, 2. 9, 7. 9, 17, 1. Einzeln kommen bei Paus. vor: [[Ἄρτεμις]] 5, 15, 3 (ἀγοραία), Ἀθηνᾶ 3, 11, 8. – b) ἄνθρωποι ἀγοραῖοι, auf dem Markt verkehrende M., VLL. οἱ ἐν ἀγορᾷ καταστρεφόμενοι, zunächst Krämer, mitden κάπηλοι, den Kaufleuten, ἔμποροι, entgegengesetzt, Xen. Lac. 3, 13; Her. 1, 93 verb. sie mit χειρώνακτες, 2, 141 mit κάπηλοι und χειρ. Allgemeiner Arist. Pol. IV, 3 τὸ ἀγοραῖον ([[γένος]]) τὸ περὶ πράσεις καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον; IV, 4 init. kürzer τὸ περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν; VI, 2 stellt er βάναυσοι u. τὸ θητικόν mit ἀγ. ἄνθρωποι zusammen; Oec. II sind τέλη ἀγοραῖα Waarenzölle. – c) Nach B. A. 339 ([[ἀγοραῖος]] [[νοῦς]] ὁ [[πάνυ]] εὐτελὴ, καὶ [[συρφετώδης]] οὐδὲ πεφροντισμένος, οἱγὰρ ἀγς ἄνθρωποι ἀμαθεῖς καὶ ἀπαίδευτοι) nahm das Wort die Bdtg gem [[ein]], [[schlechtan]]; Ar. Equ. 214, von einem zu einem Demagogen befähigten Menschen, γέγονας [[κακός]], [[ἀγοραῖος]] εἶ, du bist ein Mann des Markts; Ran. 1075 [[πανοῦργος]] καὶ ἀγ., ein Pflastertreter; Plat. Prot. 347 e ἀγ. καὶ φαῦλοι; Theophr. Char. 6 τῷ ἤθει ἀγ. gemein von Charakter. Uebrtr. σκώμματα, gemeine. Witze, Arist. Pax 750; ἀγοραῖα τεκμήρια Aeschin. 1, 125, wie Arist. Eth. N. VIII, 13, 6 ἀγοραία [[φιλία]] der ἰλευθεριωτέρα entgegensetzt, und Luc. Histor. conscr. 44 ὀνόματα ἀγ, καὶ καπηλικά, Plut. Symp. 1, 1 [[λόγος]] [[βάναυσος]] καὶ ἀγ. zusammenstellt; ὀψάρια ἀγοραῖα Diphil. Ath. VII, 292 b. Sp. auch im guten Sinne, Plut. Pericl. 11 ἀγ. καὶ [[πολιτικός]], der in der Volksversammlung herrschende; vgl. Symp. 7, 7; aber de vit. pud. 8 ist ἀνὴρ ἀγ. ein gewandter Advocat. – d) B. A. 330 ἀγοραίαν δίκην, τὴν δικαιολογίαν deutet an, daß es auch von Processen gebraucht wurde. So Her. [[ἀγοραῖος]] [[διαφορά]] 7, 9, [[διοίκησις]] 6, 2; Plut. [[χρεία]] ἀγ. Lyc. 25. – Ben comparat. ἀγοραιότεροι hat Ptol. Euerg. bei Ath. X, 438 f. Nach Ammon. machte man den Unterschied, daß ἀγόραιος ὁ [[πονηρός]], ὁ ἐν ἀγορᾷ τεθραμμένος (c), [[ἀγοραῖος]] ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ τιμώμενος (a), was, zu eng, auch auf (b) auszudehnen ware. – Adv., ἀγοραίως λέγειν Dionys. C. V. 10, 11, pöbelhaft reden; oder advokatenmäßig, Plut. C. Graech. 4 Ant. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />de place publique, de marché;<br /><b>1</b> qui préside aux affaires de la place publique, aux marchés;<br /><b>2</b> qui passe son temps sur la place publique, oisif, vagabond;<br /><b>3</b> qui fréquente les marchés (acheteur, marchand) ; [[οἱ]] ἀγοραῖοι les petits marchands ; ἀγοραῖοι ἄνθρωποι AR habitués du marché, gens du commun ; commun, trivial, grossier;<br /><b>4</b> qui concerne les marchés;<br /><b>5</b> qui concerne les affaires publiques <i>ou</i> judiciaires ; ἀνὴρ [[ἀγοραῖος]] homme propre aux discussions de l'agora, <i>càd</i> orateur politique, avocat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγορά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), οἱ, οἱ συχνάζοντες εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ διημερεύοντες ἐν τῇ ἀγορᾷ, Λατ. circumforanei, subrostrani, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔμποροι, Ξεν. Πόροι 3. 13: - [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ [[ὄχλος]], (πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 2, [[ἀγοράζω]] 3.) Ἀριστοφ. Βάτ. 1015, Πλάτ. Πρωτ. 347C, Θεοφρ. Χαρ. 6, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄. 5, καὶ ἐν τῷ συγκρ., οἱ ἐκ τοῦ χειροτέρου ὄχλου, Πτολεμ. παρ’ Ἀθην. 438F: - [[ὅθεν]] ἐπίρρ. ἀγοραίως λέγειν, Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητορ. 10, 11. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], «πρόστυχος», σκώμματα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 750· τοὺς [[νοῦς]] ἀγοραίους ἧττον ... ποιῶ, αὐτ. Ἀποσπ. 397· ἀγ. [[φιλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 6, πρβλ. [[αὐτόθι]] 6, 4. ΙΙΙ. [[καθόλου]], ὁ προσήκων εἰς τὴν ἀγοράν, πεπειραμένος, ἱκανὸς εἰς τὸ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύειν, Πλουτ. Περικλ. 11: - [[ἀγοραῖος]] (δηλ. [[ἡμέρα]]), [[δικάσιμος]] [[ἡμέρα]], τὰς ἀγ. ποιεῖσθαι, Στραβ. 629: [[ὡσαύτως]] ἄγειν τὸν ἀγοραῖον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 10, 21, πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 1, ἐν τέλ. Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄. 38· (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας γραμματικοί τινες γράφουσι προπαροξ. ἀγόραιος, ὡς ἐν ταῖς πλείσταις ἐκδόσεσι τῆς Κ. Δ.): - Ἐπίρρ. -ως, μὲ ἀγοραῖον [[ὕφος]] ἢ τρόπον, Πλουτ. Γ. Γρακχ. 4, Ἀντων. 24.
|lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), οἱ, οἱ συχνάζοντες εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ διημερεύοντες ἐν τῇ ἀγορᾷ, Λατ. circumforanei, subrostrani, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔμποροι, Ξεν. Πόροι 3. 13: - [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ [[ὄχλος]], (πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 2, [[ἀγοράζω]] 3.) Ἀριστοφ. Βάτ. 1015, Πλάτ. Πρωτ. 347C, Θεοφρ. Χαρ. 6, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄. 5, καὶ ἐν τῷ συγκρ., οἱ ἐκ τοῦ χειροτέρου ὄχλου, Πτολεμ. παρ’ Ἀθην. 438F: - [[ὅθεν]] ἐπίρρ. ἀγοραίως λέγειν, Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητορ. 10, 11. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], «πρόστυχος», σκώμματα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 750· τοὺς [[νοῦς]] ἀγοραίους ἧττον ... ποιῶ, αὐτ. Ἀποσπ. 397· ἀγ. [[φιλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 6, πρβλ. [[αὐτόθι]] 6, 4. ΙΙΙ. [[καθόλου]], ὁ προσήκων εἰς τὴν ἀγοράν, πεπειραμένος, ἱκανὸς εἰς τὸ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύειν, Πλουτ. Περικλ. 11: - [[ἀγοραῖος]] (δηλ. [[ἡμέρα]]), [[δικάσιμος]] [[ἡμέρα]], τὰς ἀγ. ποιεῖσθαι, Στραβ. 629: [[ὡσαύτως]] ἄγειν τὸν ἀγοραῖον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 10, 21, πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 1, ἐν τέλ. Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄. 38· (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας γραμματικοί τινες γράφουσι προπαροξ. ἀγόραιος, ὡς ἐν ταῖς πλείσταις ἐκδόσεσι τῆς Κ. Δ.): - Ἐπίρρ. -ως, μὲ ἀγοραῖον [[ὕφος]] ἢ τρόπον, Πλουτ. Γ. Γρακχ. 4, Ἀντων. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />de place publique, de marché;<br /><b>1</b> qui préside aux affaires de la place publique, aux marchés;<br /><b>2</b> qui passe son temps sur la place publique, oisif, vagabond;<br /><b>3</b> qui fréquente les marchés (acheteur, marchand) ; [[οἱ]] ἀγοραῖοι les petits marchands ; ἀγοραῖοι ἄνθρωποι AR habitués du marché, gens du commun ; commun, trivial, grossier;<br /><b>4</b> qui concerne les marchés;<br /><b>5</b> qui concerne les affaires publiques <i>ou</i> judiciaires ; ἀνὴρ [[ἀγοραῖος]] homme propre aux discussions de l'agora, <i>càd</i> orateur politique, avocat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγορά]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott