Anonymous

ἀγρυπνέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] (-νος), schlaflos sein, wachen, Plat. Legg. III, 695 a; dem καθεύδειν entgegengesetzt Xen. Cyr. 8, 3, 42; τὴν νύκτα Hell. 7, 2, 19; τὴν νύκτα ἠγρυπνήκαμεν Men. Ath. IV, 172 at Plut. Them. 3, der Alex. virt. II, 4 auch τοῖς καιροῖς ἀγρ. sagt, aufmerksam sein auf; auch εἴς τι, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] (-νος), schlaflos sein, wachen, Plat. Legg. III, 695 a; dem καθεύδειν entgegengesetzt Xen. Cyr. 8, 3, 42; τὴν νύκτα Hell. 7, 2, 19; τὴν νύκτα ἠγρυπνήκαμεν Men. Ath. IV, 172 at Plut. Them. 3, der Alex. virt. II, 4 auch τοῖς καιροῖς ἀγρ. sagt, aufmerksam sein auf; auch εἴς τι, N. T.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγρυπνήσω, <i>ao.</i> [[ἠγρύπνησα]], <i>pf.</i> ἠγρύπνηκα;<br /><b>1</b> être éveillé, veiller;<br /><b>2</b> SEPT se réveiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρυπνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρυπνέω''': εἶμαι [[ἄγρυπνος]], [[διαμένω]] [[ἔξυπνος]], Θέογν. 471, Ἱππ. Προγν. 37, Πλάτ., καὶ ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ [[καθεύδω]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 42· ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα, [[διέρχομαι]] [[ἄϋπνος]] τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 2, 19, Μένανδρ. ἐν «Δημιουργῷ». 1. Πρβλ. Ἄδηλ. 40: - [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀϋπνίας, Διοσκορ. 4. 65. 2) μεταφ., [[μένω]] [[ἄγρυπνος]], φυλάττω, [[προσέχω]]. Ἑβδ. (Σοφ. Σ. ϛ΄ 15), Εὐαγ. Μάρκ. ιγ΄, 33, Ἐφες. ϛ΄, 18.
|lstext='''ἀγρυπνέω''': εἶμαι [[ἄγρυπνος]], [[διαμένω]] [[ἔξυπνος]], Θέογν. 471, Ἱππ. Προγν. 37, Πλάτ., καὶ ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ [[καθεύδω]], Ξεν. Κύρ. 8. 3, 42· ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα, [[διέρχομαι]] [[ἄϋπνος]] τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 2, 19, Μένανδρ. ἐν «Δημιουργῷ». 1. Πρβλ. Ἄδηλ. 40: - [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀϋπνίας, Διοσκορ. 4. 65. 2) μεταφ., [[μένω]] [[ἄγρυπνος]], φυλάττω, [[προσέχω]]. Ἑβδ. (Σοφ. Σ. ϛ΄ 15), Εὐαγ. Μάρκ. ιγ΄, 33, Ἐφες. ϛ΄, 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγρυπνήσω, <i>ao.</i> [[ἠγρύπνησα]], <i>pf.</i> ἠγρύπνηκα;<br /><b>1</b> être éveillé, veiller;<br /><b>2</b> SEPT se réveiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρυπνος]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott