Anonymous

ψῦχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] τό, [[Kühle]], Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου [[διπλῆ]] πάρεστιν [[ἐνθάκησις]] Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Übertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] τό, [[Kühle]], Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου [[διπλῆ]] πάρεστιν [[ἐνθάκησις]] Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Übertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> souffle frais, fraîcheur, froid;<br /><b>2</b> saison froide, hiver ; <i>fig.</i> malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυχ, souffler ; cf. [[ψυχή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῦχος''': -εος, τό, ([[ψύχω]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[ψύχρα]], κρύον, Ἐμπεδ. 330· ἀντίθετον τῷ [[θάλπος]], Ἱππ. 1246· ἀντίθετον τῷ [[ἀλέω]], Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 1· τῷ καύματα, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 15· ἐν ψύχει, ἐν ὥρᾳ χειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 17· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D· -ἐν τῷ πληθ. ψύχεα, ὡς τὸ Λατινικ. frigora, παγετός, ψυχρὰ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, [[ψύχρα]], Ἡρόδ. 4. 28, 239., 5. 10· οὕτω ψύχη Ξεν. Οἰκον. 5, 4, Κυν. 5, 9· ἐν τοῖς [[σφόδρα]] ψύχεσι καὶ ἐν ταῖς [[σφόδρα]] ἀλέαις Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 16, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 1, 10. 2) μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «δροσιά», [[ἀνάψυξις]], ψύχεος ἱμείρων, «[[τουτέστι]] ἀναψῦξαι θέλων καὶ αὔρας ἐπιθυμῶν διὰ τὸ ἐκ τῆς μέθης τυχὸν [[πνῖγος]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 555· οὕτω μεταφορ., ψ. ἐν δόμοις πέλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 971.
|lstext='''ψῦχος''': -εος, τό, ([[ψύχω]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[ψύχρα]], κρύον, Ἐμπεδ. 330· ἀντίθετον τῷ [[θάλπος]], Ἱππ. 1246· ἀντίθετον τῷ [[ἀλέω]], Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 1· τῷ καύματα, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 15· ἐν ψύχει, ἐν ὥρᾳ χειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 17· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D· -ἐν τῷ πληθ. ψύχεα, ὡς τὸ Λατινικ. frigora, παγετός, ψυχρὰ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, [[ψύχρα]], Ἡρόδ. 4. 28, 239., 5. 10· οὕτω ψύχη Ξεν. Οἰκον. 5, 4, Κυν. 5, 9· ἐν τοῖς [[σφόδρα]] ψύχεσι καὶ ἐν ταῖς [[σφόδρα]] ἀλέαις Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 16, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 1, 10. 2) μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «δροσιά», [[ἀνάψυξις]], ψύχεος ἱμείρων, «[[τουτέστι]] ἀναψῦξαι θέλων καὶ αὔρας ἐπιθυμῶν διὰ τὸ ἐκ τῆς μέθης τυχὸν [[πνῖγος]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 555· οὕτω μεταφορ., ψ. ἐν δόμοις πέλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 971.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> souffle frais, fraîcheur, froid;<br /><b>2</b> saison froide, hiver ; <i>fig.</i> malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυχ, souffler ; cf. [[ψυχή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth