3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0015.png Seite 15]] ἡ, 1) Armbug, Ellnbogen, VLL.; Sp. auch Kniekehle, Heliod. 3, 1. – 2) Riemen am Wurfspieß, womit dieser am Arm (ἄγκη) getragen u. geschleudert wurde, Strab. IV, 196; vgl. Poll. 1, 136; der Spieß selbst, Eur. Or. 1477. – 3) übh. Riemen, Schlinge, z. B. ἱμάντεσἀγκύλας χειρὶ ἔχοντες, Seil zum Hundehalten, Xen. Cyn. 6, 1; Bogensehne, Soph. O. R. 204; Ruderöse, Eur. I. T. 1408; – τῆς ἐμβάδος, Alex. B. A. 339, eine Schleife am Schuh. – 4) bei Ath. XI, 782 d eine Art Becher zum Cottabosspiel, ἀπ' ἀγκύλης ἵησι λάταγας, vgl. B. A. 327; aber Schol. Ar. Pac. 1243 sagt; ἀγκύλην ἐκάλουν τὴν τοῦ κοττάβου πρόεσιν, vgl. Ath. XV, 667 c. – 5) Krümmung der Glieder durch lähmende Gicht, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0015.png Seite 15]] ἡ, 1) Armbug, Ellnbogen, VLL.; Sp. auch Kniekehle, Heliod. 3, 1. – 2) Riemen am Wurfspieß, womit dieser am Arm (ἄγκη) getragen u. geschleudert wurde, Strab. IV, 196; vgl. Poll. 1, 136; der Spieß selbst, Eur. Or. 1477. – 3) übh. Riemen, Schlinge, z. B. ἱμάντεσἀγκύλας χειρὶ ἔχοντες, Seil zum Hundehalten, Xen. Cyn. 6, 1; Bogensehne, Soph. O. R. 204; Ruderöse, Eur. I. T. 1408; – τῆς ἐμβάδος, Alex. B. A. 339, eine Schleife am Schuh. – 4) bei Ath. XI, 782 d eine Art Becher zum Cottabosspiel, ἀπ' ἀγκύλης ἵησι λάταγας, vgl. B. A. 327; aber Schol. Ar. Pac. 1243 sagt; ἀγκύλην ἐκάλουν τὴν τοῦ κοττάβου πρόεσιν, vgl. Ath. XV, 667 c. – 5) Krümmung der Glieder durch lähmende Gicht, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />tout objet recourbé <i>ou</i> pouvant se recourber :<br /><b>I.</b> attache d'un membre, articulation, <i>particul.</i><br /><b>1</b> pli <i>ou</i> courbure du bras, bras recourbé;<br /><b>2</b> pli du genou, jarret;<br /><b>3</b> raideur d'articulation, ankylose;<br /><b>II.</b> attache <i>en gén.</i> :<br /><b>1</b> courroie pour lancer un javelot ; javelot;<br /><b>2</b> boyau, corde d'arc;<br /><b>3</b> amarre de navire;<br /><b>4</b> laisse de chien;<br /><b>5</b> lacet, cordon de chaussure;<br /><b>6</b> nœud <i>ou</i> boucle d'attache (de la corde archère d'une machine de jet);<br /><b>7</b> crochet à l'extrémité d'une chaîne.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγκύλη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄγκος]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ἀγκάλη]], ὁ κεκαμμένος [[βραχίων]] ([[ἀγκών]]), ἢ ὁ [[καρπὸς]] τῆς χειρός, ἀπ’ ἀγκύλης ἰέναι, [[φράσις]] περιγράφουσα τὸν τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[κότταβος]] ἐρρίπτετο, Βακχυλ. Ἀποσπ. 24· ἀπ’ ἀγκύλης ἵησι λάταγας, Κρατῖν. Ἄδηλ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ([[ἐντεῦθεν]] προῆλθεν ἡ σημασ. = [[ποτήριον]], ἣν ἀναφέρει ὁ Ἀθήν. 667. C. καὶ ὁ Εὐστ.). 2) [[κύρτωσις]] καὶ σκλήρυνσις ἄρθρου τινὸς τοῦ σώματος [[ἕνεκα]] νόσου (ἀρθρίτιδος), Παῦλ. Αἰγ., κτλ.· ἴδε Πολυδ. 4. 196: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀγκύλη]], ἀγκύλαι. ΙΙ. [[βρόχος]], θηλειὰ ἐπὶ σχοινίου, πλεκτὰς ἀγκύλας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1408· ἐπὶ ἱμάντος, δι’ οὗ ὁ [[κύων]] κρατεῖται, Ξεν. Κυν. 1. 6. πρβλ. Πολυδ. 5. 54, 56. 2) ὁ ἱμὰς τοῦ ἀκοντίου, δι’ οὗ ἠκοντίζετο, Λατ. amentum, Στράβ. 196· [[ὅθεν]], αὐτὸ τὸ [[ἀκόντιον]], Εὐρ. Ὀρ. 1476, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2099.b. Πλούτ. Φιλοπ. 6, καὶ ἴδε [[ἀγκυλέομαι]], [[ἀγκυλητός]]. 3) τόξου [[νευρά]], ἀγκ. [[χρυσόστροφος]], Σοφ. Ο. Τ. 203. 4) [[ἀγκύλη]] τῆς ἐμβάδος, ἱμὰς σανδαλίου, τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας αὖ λυθεῖσαν, Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι»» 2. 5) ἡ ἔχουσα [[σχῆμα]] «θηλειᾶς», λαβὴ ἀγγείου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἱππ. | |lstext='''ἀγκύλη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄγκος]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ἀγκάλη]], ὁ κεκαμμένος [[βραχίων]] ([[ἀγκών]]), ἢ ὁ [[καρπὸς]] τῆς χειρός, ἀπ’ ἀγκύλης ἰέναι, [[φράσις]] περιγράφουσα τὸν τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[κότταβος]] ἐρρίπτετο, Βακχυλ. Ἀποσπ. 24· ἀπ’ ἀγκύλης ἵησι λάταγας, Κρατῖν. Ἄδηλ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke ([[ἐντεῦθεν]] προῆλθεν ἡ σημασ. = [[ποτήριον]], ἣν ἀναφέρει ὁ Ἀθήν. 667. C. καὶ ὁ Εὐστ.). 2) [[κύρτωσις]] καὶ σκλήρυνσις ἄρθρου τινὸς τοῦ σώματος [[ἕνεκα]] νόσου (ἀρθρίτιδος), Παῦλ. Αἰγ., κτλ.· ἴδε Πολυδ. 4. 196: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀγκύλη]], ἀγκύλαι. ΙΙ. [[βρόχος]], θηλειὰ ἐπὶ σχοινίου, πλεκτὰς ἀγκύλας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1408· ἐπὶ ἱμάντος, δι’ οὗ ὁ [[κύων]] κρατεῖται, Ξεν. Κυν. 1. 6. πρβλ. Πολυδ. 5. 54, 56. 2) ὁ ἱμὰς τοῦ ἀκοντίου, δι’ οὗ ἠκοντίζετο, Λατ. amentum, Στράβ. 196· [[ὅθεν]], αὐτὸ τὸ [[ἀκόντιον]], Εὐρ. Ὀρ. 1476, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2099.b. Πλούτ. Φιλοπ. 6, καὶ ἴδε [[ἀγκυλέομαι]], [[ἀγκυλητός]]. 3) τόξου [[νευρά]], ἀγκ. [[χρυσόστροφος]], Σοφ. Ο. Τ. 203. 4) [[ἀγκύλη]] τῆς ἐμβάδος, ἱμὰς σανδαλίου, τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας αὖ λυθεῖσαν, Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι»» 2. 5) ἡ ἔχουσα [[σχῆμα]] «θηλειᾶς», λαβὴ ἀγγείου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἱππ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |