Anonymous

ἀγλαόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0016.png Seite 16]] mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; [[Σικελία]] Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 [[Δημήτηρ]] die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. [[Θέτις]] bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0016.png Seite 16]] mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; [[Σικελία]] Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 [[Δημήτηρ]] die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. [[Θέτις]] bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits splendides.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]], [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ὡραίους ἢ χρησίμους καρπούς, περὶ ὀπωροφόρων δένδρων· μηλέαι ἀγλ., Ὀδ. Η. 115, Λ. 589· ἀγλ. [[Σικελία]] Πινδ. Ἀποσπ. 83· [[οὕτως]] ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4, 23, [[ἔνθα]] κεῖται ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος καὶ τῶν Νυμφῶν, ὡς δοτήρων τῶν καρπῶν τῆς γῆς· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 97, τῆς Θέτιδος ὡς εὐλογούσης τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας τῆς γυναικός, ἴδε Böckh. ἐν τόπῳ (56), ἤ, κατ’ ἄλλους, ὡς ἐχούσης κομψὴν χεῖρα, ἢ τικτούσης ἀγλαὰ τέκνα.
|lstext='''ἀγλαόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ὡραίους ἢ χρησίμους καρπούς, περὶ ὀπωροφόρων δένδρων· μηλέαι ἀγλ., Ὀδ. Η. 115, Λ. 589· ἀγλ. [[Σικελία]] Πινδ. Ἀποσπ. 83· [[οὕτως]] ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4, 23, [[ἔνθα]] κεῖται ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος καὶ τῶν Νυμφῶν, ὡς δοτήρων τῶν καρπῶν τῆς γῆς· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 97, τῆς Θέτιδος ὡς εὐλογούσης τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας τῆς γυναικός, ἴδε Böckh. ἐν τόπῳ (56), ἤ, κατ’ ἄλλους, ὡς ἐχούσης κομψὴν χεῖρα, ἢ τικτούσης ἀγλαὰ τέκνα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits splendides.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]], [[καρπός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth