Anonymous

ψῆγμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; [[ψῆγμα]] ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; [[ψῆγμα]] ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d'or, sable d'or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῆγμα''': ([[ψήχω]]) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, [[ἀπόξεσμα]], μικρὸν [[τεμάχιον]], [[μόριον]], [[ῥίνημα]], Λατ. ramentum, ψῆγμα χρυσοῦ, [[κόνις]] χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψῆγμα χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψῆγμα πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψήγματα Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε [[τίλαι]].
|lstext='''ψῆγμα''': ([[ψήχω]]) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, [[ἀπόξεσμα]], μικρὸν [[τεμάχιον]], [[μόριον]], [[ῥίνημα]], Λατ. ramentum, ψῆγμα χρυσοῦ, [[κόνις]] χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ [[ἄνευ]] τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψῆγμα χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψῆγμα πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψήγματα Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε [[τίλαι]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d'or, sable d'or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml