3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκίνδῡνος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de riesgos]], [[libre de peligro]], [[seguro]], [[βίος]] Simon.18, E.<i>IA</i> 17, αἰών Pi.<i>P</i>.4.186, βίον ἀκινδυνότερον Pl.<i>Phd</i>.85d, ἀφ' ἡσυχίας δὲ μὴ πολεμῆσαι οὐχ ὁμοίως ἀκίνδυνον Th.1.124, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι hacer de hombres buenos desde una situación sin peligros</i> Th.3.40, ἀκίνδυνοι ἀρεταί virtudes sin dificultades o peligros, fáciles, cómodas</i> Pi.<i>O</i>.6.9, ἐθισμοί Arist.<i>EN</i> 1119<sup>a</sup>27, ἀγών D.20.144, Hyp.<i>Lyc</i>.8, [[δίκη]] ἀ. Is.3.46, ταῦτα ἀκίνδυνα ἑώρων D.18.97<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[seguridad]] νομίζων ἐκ τοῦ ἀ. τοῦτο ξυμβαίνειν Th.5.16, ἐν ἀκινδύνῳ εἶναι estar seguro, fuera de peligro</i> X.<i>Hier</i>.2.10<br /><b class="num">•</b>compar. neutr. como adv. ἀκινδυνότερον ἂν μειγνύοιμεν Pl.<i>Phlb</i>.61d.<br /><b class="num">2</b> en documentos oficiales [[exento de riesgos]], [[garantizado]], [[asegurado]] ἅπαν τὸ μίσθωμα <i>ID</i> 503.27 (IV/III a.C.), πυροί <i>PPetr</i>.3.74a.3 (III a.C.), φόρον ἀνυπόλογον ἀκίνδυνον (<i>sic</i>) <i>ILabr</i>.50.7 (II a.C.), cf. <i>BGU</i> 2042.11 (II d.C.), <i>PMil.Vogl</i>.220.21 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. παντὸς κινδύνου garantizado, asegurado contra todo riesgo</i>, <i>IG</i> 12(7).67.39 (Arcesine IV/III a.C.), <i>PTeb</i>.105.18 (II a.C.), <i>POxy</i>.101.20, ἀκίνδυνα τὰ ... ἀπότακτα ἅπαντος κινδύνου <i>POxy</i>.2676.20 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[no peligroso]], [[inofensivo]] πυρετοί Hp.<i>Aph</i>.7.63, ἔπος Pi.<i>P</i>.2.66.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin peligros]], [[con seguridad]], [[cómodamente]] κτανεῖν E.<i>Rh</i>.588, αἱρεῖσθε τὴν ἀ. δουλείαν Th.6.80, τὸν βίον ἀ. διάγειν Lys.31.7, διάγειν Arist.<i>Pol</i>.1295<sup>b</sup>33, ἔσεσθαι Lys.2.45, ψεύδεσθαι Lys.7.38, ἀπελθεῖν Th.7.68, μαρτυρεῖν D.34.19, σεσῶσθαι D.20.53. | |dgtxt=(ἀκίνδῡνος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de riesgos]], [[libre de peligro]], [[seguro]], [[βίος]] Simon.18, E.<i>IA</i> 17, αἰών Pi.<i>P</i>.4.186, βίον ἀκινδυνότερον Pl.<i>Phd</i>.85d, ἀφ' ἡσυχίας δὲ μὴ πολεμῆσαι οὐχ ὁμοίως ἀκίνδυνον Th.1.124, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι hacer de hombres buenos desde una situación sin peligros</i> Th.3.40, ἀκίνδυνοι ἀρεταί virtudes sin dificultades o peligros, fáciles, cómodas</i> Pi.<i>O</i>.6.9, ἐθισμοί Arist.<i>EN</i> 1119<sup>a</sup>27, ἀγών D.20.144, Hyp.<i>Lyc</i>.8, [[δίκη]] ἀ. Is.3.46, ταῦτα ἀκίνδυνα ἑώρων D.18.97<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[seguridad]] νομίζων ἐκ τοῦ ἀ. τοῦτο ξυμβαίνειν Th.5.16, ἐν ἀκινδύνῳ εἶναι estar seguro, fuera de peligro</i> X.<i>Hier</i>.2.10<br /><b class="num">•</b>compar. neutr. como adv. ἀκινδυνότερον ἂν μειγνύοιμεν Pl.<i>Phlb</i>.61d.<br /><b class="num">2</b> en documentos oficiales [[exento de riesgos]], [[garantizado]], [[asegurado]] ἅπαν τὸ μίσθωμα <i>ID</i> 503.27 (IV/III a.C.), πυροί <i>PPetr</i>.3.74a.3 (III a.C.), φόρον ἀνυπόλογον ἀκίνδυνον (<i>sic</i>) <i>ILabr</i>.50.7 (II a.C.), cf. <i>BGU</i> 2042.11 (II d.C.), <i>PMil.Vogl</i>.220.21 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. παντὸς κινδύνου garantizado, asegurado contra todo riesgo</i>, <i>IG</i> 12(7).67.39 (Arcesine IV/III a.C.), <i>PTeb</i>.105.18 (II a.C.), <i>POxy</i>.101.20, ἀκίνδυνα τὰ ... ἀπότακτα ἅπαντος κινδύνου <i>POxy</i>.2676.20 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[no peligroso]], [[inofensivo]] πυρετοί Hp.<i>Aph</i>.7.63, ἔπος Pi.<i>P</i>.2.66.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin peligros]], [[con seguridad]], [[cómodamente]] κτανεῖν E.<i>Rh</i>.588, αἱρεῖσθε τὴν ἀ. δουλείαν Th.6.80, τὸν βίον ἀ. διάγειν Lys.31.7, διάγειν Arist.<i>Pol</i>.1295<sup>b</sup>33, ἔσεσθαι Lys.2.45, ψεύδεσθαι Lys.7.38, ἀπελθεῖν Th.7.68, μαρτυρεῖν D.34.19, σεσῶσθαι D.20.53. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non dangereux, sans péril ; [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN à l'abri du danger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κίνδυνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκίνδῡνος''': -ον, [[ἄνευ]] κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. [[γέρας]], ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. [[δουλεία]], Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου εἰς ἡμᾶς [[ἀναχώρησις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6. | |lstext='''ἀκίνδῡνος''': -ον, [[ἄνευ]] κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. [[γέρας]], ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. [[δουλεία]], Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου εἰς ἡμᾶς [[ἀναχώρησις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |