Anonymous

ἀκήρατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀκήρᾰτος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no cortado]], [[intacto]], [[indemne]] de una [[propiedad]] [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]] <i>Il</i>.15.498, [[κτήμα]]τα <i>Od</i>.17.532, [[ἀπαρτίη]] Hippon.15<br /><b class="num">•</b>de otros objetos ἁνίαι Pi.<i>P</i>.5.32, σκάφος A.<i>A</i>.661, πλόκοι ἀκήρατοι bucles sin cortar</i> E.<i>Io</i> 1266, ἀκηράτου λειμῶνος de un prado sin hollar</i> E.<i>Hipp</i>.73, παρθένων κῆπος Ibyc.5.4, ἀκήρατον [[ἐμπόριον]] [[mercado]] [[virgen]], sin [[explotar]]</i> Hdt.4.152<br /><b class="num">•</b>de animados [[intacto]], [[puro]], [[virgen]] de una doncella ἀ. δέ μ' ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων E.<i>Tr</i>.675, cf. A.R.4.1025, Plu.<i>Num</i>.9, λέχος E.<i>Or</i>.575, εὐνή Max.77, de anim., Pl.<i>Lg</i>.840d, μόσχος E.<i>IA</i> 1083.<br /><b class="num">2</b> [[entero]], [[con todo su vigor]], [[íntegro]] φάρμακα A.R.4.157, como pred. ἀκήρατον ἐκβαίνοντα saliendo [[intacto]]</i> de una prueba, Pl.<i>R</i>.413e, ὅπως ... αἱ ... κρ[ί] σεις ... ἀκήρατοι δ[ι] αμένωντι <i>IO</i> 47.20 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[sin mezcla]], [[puro]] ὕδωρ <i>Il</i>.24.303, χεῦμα agua lustral</i> S.<i>OC</i> 471, [[ὄμβρος]] S.<i>OC</i> 690, ποτόν A.<i>Pers</i>.614, cf. Theoc.22.38, ῥόος Nonn.<i>D</i>.22.399, χρυσός Archil.153.5, Alcm.1.54, Hdt.7.10, Pl.<i>R</i>.503a, <i>Plt</i>.303e, [[μόλυβδος]] Simon.87, νόμισμα Pl.<i>R</i>.417a, χρυσοῦν γένος καὶ ἀκήρατον Plu.<i>Cor</i>.14, πῦρ ἀκήρατον llama pura</i> Q.S.4.138, [[ἰκμάς]] Hp.<i>Aff</i>.52, εἰκόνες D.C.52.35.3<br /><b class="num">•</b>c. dat. o gen. [[no mezclado con]], [[libre de]] θυμὸς ἀ. ἄλγεσι E.<i>Hipp</i>.1114, οὐδεὶς θνητῶν ταῖς τύχαις ἀ. E.<i>HF</i> 1314, ἀ. ἀνδράσι Λῆμνος A.R.1.852, κακῶν E.<i>Hipp</i>.949, ὠδίνων A.R.1.974<br /><b class="num">•</b>[[limpio]], [[claro]] ἀκήρατοί σου αἱ [[ἀκοαί]] <i>SB</i> 7205.8 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig., de abstr. [[puro]], [[no adulterado]], [[sin mácula]] ἐπιστήμη Pl.<i>Phdr</i>.247d, Ph.1.265, ἤθη Pl.<i>Lg</i>.735c, ἀρεταί Ph.1.148, [[φιλία]] X.<i>Hier</i>.3.4, ἀκήρατος [[ἀλυπία]] [[falta]] absoluta de penas</i> Pl.<i>Ax</i>.371d, τὸ καθαρὸν [[αὐτοῦ]] καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ la [[pureza]] sin [[mancha]] de su [[espíritu]]</i> Pl.<i>Cra</i>.396b, cf. D.Chr.36.55, ἡ ἀ. [[μεγαλοδωρία]] τοῦ ... Αὐρηλιανοῦ <i>PLips</i>.119ue.2.3 (III d.C.).<br /><b class="num">III</b> [[inalterable]], [[indestructible]] del éter στοιχεῖον ἀκήρατον καὶ θεῖον Arist.<i>Mu</i>.392<sup>a</sup>9, [[ἔρως]] [[οὐράνιος]] ἀκήρατος καὶ [[θεῖος]] Ph.2.384.
|dgtxt=(ἀκήρᾰτος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no cortado]], [[intacto]], [[indemne]] de una [[propiedad]] [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]] <i>Il</i>.15.498, [[κτήμα]]τα <i>Od</i>.17.532, [[ἀπαρτίη]] Hippon.15<br /><b class="num">•</b>de otros objetos ἁνίαι Pi.<i>P</i>.5.32, σκάφος A.<i>A</i>.661, πλόκοι ἀκήρατοι bucles sin cortar</i> E.<i>Io</i> 1266, ἀκηράτου λειμῶνος de un prado sin hollar</i> E.<i>Hipp</i>.73, παρθένων κῆπος Ibyc.5.4, ἀκήρατον [[ἐμπόριον]] [[mercado]] [[virgen]], sin [[explotar]]</i> Hdt.4.152<br /><b class="num">•</b>de animados [[intacto]], [[puro]], [[virgen]] de una doncella ἀ. δέ μ' ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων E.<i>Tr</i>.675, cf. A.R.4.1025, Plu.<i>Num</i>.9, λέχος E.<i>Or</i>.575, εὐνή Max.77, de anim., Pl.<i>Lg</i>.840d, μόσχος E.<i>IA</i> 1083.<br /><b class="num">2</b> [[entero]], [[con todo su vigor]], [[íntegro]] φάρμακα A.R.4.157, como pred. ἀκήρατον ἐκβαίνοντα saliendo [[intacto]]</i> de una prueba, Pl.<i>R</i>.413e, ὅπως ... αἱ ... κρ[ί] σεις ... ἀκήρατοι δ[ι] αμένωντι <i>IO</i> 47.20 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[sin mezcla]], [[puro]] ὕδωρ <i>Il</i>.24.303, χεῦμα agua lustral</i> S.<i>OC</i> 471, [[ὄμβρος]] S.<i>OC</i> 690, ποτόν A.<i>Pers</i>.614, cf. Theoc.22.38, ῥόος Nonn.<i>D</i>.22.399, χρυσός Archil.153.5, Alcm.1.54, Hdt.7.10, Pl.<i>R</i>.503a, <i>Plt</i>.303e, [[μόλυβδος]] Simon.87, νόμισμα Pl.<i>R</i>.417a, χρυσοῦν γένος καὶ ἀκήρατον Plu.<i>Cor</i>.14, πῦρ ἀκήρατον llama pura</i> Q.S.4.138, [[ἰκμάς]] Hp.<i>Aff</i>.52, εἰκόνες D.C.52.35.3<br /><b class="num">•</b>c. dat. o gen. [[no mezclado con]], [[libre de]] θυμὸς ἀ. ἄλγεσι E.<i>Hipp</i>.1114, οὐδεὶς θνητῶν ταῖς τύχαις ἀ. E.<i>HF</i> 1314, ἀ. ἀνδράσι Λῆμνος A.R.1.852, κακῶν E.<i>Hipp</i>.949, ὠδίνων A.R.1.974<br /><b class="num">•</b>[[limpio]], [[claro]] ἀκήρατοί σου αἱ [[ἀκοαί]] <i>SB</i> 7205.8 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig., de abstr. [[puro]], [[no adulterado]], [[sin mácula]] ἐπιστήμη Pl.<i>Phdr</i>.247d, Ph.1.265, ἤθη Pl.<i>Lg</i>.735c, ἀρεταί Ph.1.148, [[φιλία]] X.<i>Hier</i>.3.4, ἀκήρατος [[ἀλυπία]] [[falta]] absoluta de penas</i> Pl.<i>Ax</i>.371d, τὸ καθαρὸν [[αὐτοῦ]] καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ la [[pureza]] sin [[mancha]] de su [[espíritu]]</i> Pl.<i>Cra</i>.396b, cf. D.Chr.36.55, ἡ ἀ. [[μεγαλοδωρία]] τοῦ ... Αὐρηλιανοῦ <i>PLips</i>.119ue.2.3 (III d.C.).<br /><b class="num">III</b> [[inalterable]], [[indestructible]] del éter στοιχεῖον ἀκήρατον καὶ θεῖον Arist.<i>Mu</i>.392<sup>a</sup>9, [[ἔρως]] [[οὐράνιος]] ἀκήρατος καὶ [[θεῖος]] Ph.2.384.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mêlé, sans alliage, pur;<br /><b>2</b> non entamé, non endommagé, entier, intact : [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκήρᾰτος''': -ον, ([[κεράννυμι]]) ὡς τὸ [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμίαντος]], [[καθαρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, [[ὕδωρ]], Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· [[χεῦμα]], [[ὄμβρος]], Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. [[χρυσός]], [[καθαρός]], Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer· [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]], κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· [[σκάφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. [[κόμη]], [[ἀκούρευτος]], Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. [[λειμών]], μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. [[φιλία]], [[κόσμος]], Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· [[ἐπιστήμη]], ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ [[ἐμπόριον]] τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, [[παρθένος]] ἀκ., [[ἀμίαντος]], Εὐρ. Τρῳ. 670· [[οὕτως]], ἀκ. [[λέχος]], Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ μετὰ δοτ. [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι, τύχαις, = [[ἄθικτος]] ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀκ. κακῶν, [[ἄνευ]] σκιᾶς κακοῦ, [[αὐτόθι]] 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. [[ἀκέραιος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]].
|lstext='''ἀκήρᾰτος''': -ον, ([[κεράννυμι]]) ὡς τὸ [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμίαντος]], [[καθαρός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, [[ὕδωρ]], Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· [[χεῦμα]], [[ὄμβρος]], Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. [[χρυσός]], [[καθαρός]], Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer· [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]], κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· [[σκάφος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. [[κόμη]], [[ἀκούρευτος]], Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. [[λειμών]], μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. [[φιλία]], [[κόσμος]], Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· [[ἐπιστήμη]], ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ [[ἐμπόριον]] τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, [[παρθένος]] ἀκ., [[ἀμίαντος]], Εὐρ. Τρῳ. 670· [[οὕτως]], ἀκ. [[λέχος]], Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ μετὰ δοτ. [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι, τύχαις, = [[ἄθικτος]] ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀκ. κακῶν, [[ἄνευ]] σκιᾶς κακοῦ, [[αὐτόθι]] 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. [[ἀκέραιος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mêlé, sans alliage, pur;<br /><b>2</b> non entamé, non endommagé, entier, intact : [[ἀκήρατος]] ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth