Anonymous

ἀκράτεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[debilidad]] νεύρων Hp.<i>Aph</i>.5.16, <i>Liqu</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[incontinencia]], [[desenfreno]] op. [[ἐγκράτεια]] Pl.<i>R</i>.461b, <i>Lg</i>.734b, Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.<i>Lg</i>.886a.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[debilidad]] νεύρων Hp.<i>Aph</i>.5.16, <i>Liqu</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[incontinencia]], [[desenfreno]] op. [[ἐγκράτεια]] Pl.<i>R</i>.461b, <i>Lg</i>.734b, Arist.<i>VV</i> 1250<sup>a</sup>1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.<i>Lg</i>.886a.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />impuissance à se gouverner <i>ou</i> à se maîtriser, intempérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκράτεια''': [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = [[ἔλλειψις]] ἰσχύος, [[ἀδυναμία]], νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, [[ἔλλειψις]] αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, [[αὐτόθι]] 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν [[τύπος]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ. [[εἶναι]] [[ἀκρασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ [[τύπος]] [[ἀκρατία]], [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ [[σφάλμα]]· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
|lstext='''ἀκράτεια''': [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = [[ἔλλειψις]] ἰσχύος, [[ἀδυναμία]], νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, [[ἔλλειψις]] αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, [[αὐτόθι]] 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν [[τύπος]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ. [[εἶναι]] [[ἀκρασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ [[τύπος]] [[ἀκρατία]], [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ [[σφάλμα]]· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />impuissance à se gouverner <i>ou</i> à se maîtriser, intempérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατής]].
}}
}}
{{grml
{{grml