Anonymous

ἀκόνιτον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] τό, auch [[ἀκόνιτος]], ἡ, Hedyl. 9 (XI, 123), eine Giftpflanze, aconitum, Nic. Al. 13, 41; Theophr.; entweder von einem Orte Ἀκόναι od. von steilen Felsen (ἀκόναι), wo sie wächst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] τό, auch [[ἀκόνιτος]], ἡ, Hedyl. 9 (XI, 123), eine Giftpflanze, aconitum, Nic. Al. 13, 41; Theophr.; entweder von einem Orte Ἀκόναι od. von steilen Felsen (ἀκόναι), wo sie wächst.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />aconit, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'autre étym. que l'étym. pop. ancienne, de [[ἀκονιτί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />aconit, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'autre étym. que l'étym. pop. ancienne, de [[ἀκονιτί]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm