Anonymous

ἀλοκίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.
}}
{{bailly
|btext=tracer un sillon ; <i>fig. en parl. des rides</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλοξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλοκίζω''': ([[ἄλοξ]]) ἀρότρῳ [[τέμνω]], ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, [[χαράσσω]], σημαίνει καὶ τὸ [[γράφω]] ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. [[καταλοκίζω]].
|lstext='''ἀλοκίζω''': ([[ἄλοξ]]) ἀρότρῳ [[τέμνω]], ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, [[χαράσσω]], σημαίνει καὶ τὸ [[γράφω]] ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. [[καταλοκίζω]].
}}
{{bailly
|btext=tracer un sillon ; <i>fig. en parl. des rides</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλοξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml