3,274,789
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, [[οὕτως]] [[ἀλόγιστος]], [[ὥστε]] μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = [[ἀλογιστία]], Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, [[τόλμα]] 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. [[ἀντάλλαγμα]] γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, [[οὕτως]] [[ἀλόγιστος]], [[ὥστε]] μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = [[ἀλογιστία]], Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, [[τόλμα]] 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. [[ἀντάλλαγμα]] γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> irréfléchi, inconsidéré, déraisonnable;<br /><b>2</b> incalculable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λογίζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλόγιστος''': -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀστόχαστος]], [[προπετής]], [[τόλμα]], Θουκ. 3. 82˙ [[ὀργή]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, [[αὐτόθι]] 79, κτλ. 2) [[ἄλογος]], [[ἀσυλλόγιστος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λογιστικός]], Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ [[πλοῦτος]] ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ [[ἀλογιστία]], Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, [[φαῦλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4. | |lstext='''ἀλόγιστος''': -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀστόχαστος]], [[προπετής]], [[τόλμα]], Θουκ. 3. 82˙ [[ὀργή]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, [[αὐτόθι]] 79, κτλ. 2) [[ἄλογος]], [[ἀσυλλόγιστος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λογιστικός]], Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ [[πλοῦτος]] ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ [[ἀλογιστία]], Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, [[φαῦλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |