3,270,668
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀμφενεμόμην;<br />résider autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[νέμομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφινέμομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι [[πέριξ]]: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., [[ὄλβος]] σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ [[πυρός]], ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι. | |lstext='''ἀμφινέμομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι [[πέριξ]]: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., [[ὄλβος]] σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ [[πυρός]], ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |