Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφαφάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσθαι; Hom. Od. 8, 196 [[καί]] κ' [[ἀλαός]] τοι διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους [[τόδε]] [[τόξον]] ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν [[τόξον]] [[οἶδα]] ἐύξοον ἀμφαφάασθαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασθαι, Iliad. 22. 373 ἦ [[μάλα]] δη μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ [[διασταλτέον]] ἐπὶ τὸ θώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσθαι; Hom. Od. 8, 196 [[καί]] κ' [[ἀλαός]] τοι διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους [[τόδε]] [[τόξον]] ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν [[τόξον]] [[οἶδα]] ἐύξοον ἀμφαφάασθαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασθαι, Iliad. 22. 373 ἦ [[μάλα]] δη μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ [[διασταλτέον]] ἐπὶ τὸ θώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf., et Moy.</i> [[ἀμφαφάομαι]], [[ἀμφαφῶμαι]];<br /><b>1</b> toucher tout autour, tâter;<br /><b>2</b> manier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἁφή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφαφάω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]], [[ψαύω]], ἐφάπτομαι ἢ ψηλαφῶ ὁλόγυρα, κοῖλον [[λόχον]] ἀμφαφόωσα Ὀδ. Δ. 277· καὶ κ’ ἀλαὸς... διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ψηλαφῶν, Θ. 196· [[λαμβάνω]] εἰς χεῖρας, πιάνω, [[τόξον]] ἐΰξοον ἀμφαφόωντας Τ. 586: δεύτ. ἑν. ἀμφαφάεις Ὀρφ. Λιθ. 522, Ἰων. παρατ. ἀμφαφάασκε Μόσχ. 2. 95: ― [[ὡσαύτως]] καὶ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., τὸν μέν... χερσίν τ’ ἀμφαφόωντο Ὀδ. Ο. 462. 2) ὡς τὸ Λατ. tractare, ἐπὶ προσώπων, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι (Ἐπ. ἀντὶ ἀμφαφᾶσθαι), ὃν δύναταί τις εὐκολώτερον νὰ μεταχειρισθῇ, Ἰλ. Χ. 373· [[τόξον]] [[οἶδα]] ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι, [[γνωρίζω]] πῶς νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, Ὀδ. Θ. 215, πρβλ. Τ. 475. ―Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο μετεχειρίσθη καὶ ὁ Ἀρεταῖος ἐν σχηματισμοῖς Ἐπικοῖς, -όωσι π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2.4, π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1.1· -όωντα [[αὐτόθι]] 2.4.
|lstext='''ἀμφαφάω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]], [[ψαύω]], ἐφάπτομαι ἢ ψηλαφῶ ὁλόγυρα, κοῖλον [[λόχον]] ἀμφαφόωσα Ὀδ. Δ. 277· καὶ κ’ ἀλαὸς... διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ψηλαφῶν, Θ. 196· [[λαμβάνω]] εἰς χεῖρας, πιάνω, [[τόξον]] ἐΰξοον ἀμφαφόωντας Τ. 586: δεύτ. ἑν. ἀμφαφάεις Ὀρφ. Λιθ. 522, Ἰων. παρατ. ἀμφαφάασκε Μόσχ. 2. 95: ― [[ὡσαύτως]] καὶ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., τὸν μέν... χερσίν τ’ ἀμφαφόωντο Ὀδ. Ο. 462. 2) ὡς τὸ Λατ. tractare, ἐπὶ προσώπων, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι (Ἐπ. ἀντὶ ἀμφαφᾶσθαι), ὃν δύναταί τις εὐκολώτερον νὰ μεταχειρισθῇ, Ἰλ. Χ. 373· [[τόξον]] [[οἶδα]] ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι, [[γνωρίζω]] πῶς νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, Ὀδ. Θ. 215, πρβλ. Τ. 475. ―Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο μετεχειρίσθη καὶ ὁ Ἀρεταῖος ἐν σχηματισμοῖς Ἐπικοῖς, -όωσι π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2.4, π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1.1· -όωντα [[αὐτόθι]] 2.4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf., et Moy.</i> [[ἀμφαφάομαι]], [[ἀμφαφῶμαι]];<br /><b>1</b> toucher tout autour, tâter;<br /><b>2</b> manier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἁφή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth