Anonymous

ἀμνημονέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] uneingedenk sein, sich nicht erinnern, Eur. Or. 216; gew. mit der Negation, wohl wissen, Aesch. Eum. 24; sich wohl erinnern, τινός, Eur. Iph. T. 361 Rhes. 647; Thuc. 3, 54; [[περί]] τινος, 5, 18; Plat. Theaet. 207 e, wo τοὺς ἄλλους δρῶντας folgt, u. sonst in Prosa; τοὺς λόγους Dem. 6, 12; τοῦτο, 7, 19; – nicht erwähnen, mit Stillschweigen übergehen, τινός, Xen. Conv. 8, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] uneingedenk sein, sich nicht erinnern, Eur. Or. 216; gew. mit der Negation, wohl wissen, Aesch. Eum. 24; sich wohl erinnern, τινός, Eur. Iph. T. 361 Rhes. 647; Thuc. 3, 54; [[περί]] τινος, 5, 18; Plat. Theaet. 207 e, wo τοὺς ἄλλους δρῶντας folgt, u. sonst in Prosa; τοὺς λόγους Dem. 6, 12; τοῦτο, 7, 19; – nicht erwähnen, mit Stillschweigen übergehen, τινός, Xen. Conv. 8, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀμνημονήσω, <i>ao.</i> ἠμνημόνησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être oublieux, oublier;<br /><b>2</b> perdre le souvenir de, oublier, omettre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνήμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνημονέω''': Αἰσχ., κτλ.: μέλλ. -ήσω, Ἰσοκρ. 285Ε: ἀόρ. ἠμνημόνησα, ὁ αὐτ. 96D, Ξεν., κτλ: - εἶμαι [[ἀμνήμων]], [[ἐπιλήσμων]], λησμονῶ, ἀπολ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 24, Εὐρ. Ὀρ. 216: - μ. γεν. δὲν ὁμιλῶ [[περί]] τινος, δὲν [[ἀναφέρω]] [[περί]] τινος, Εὐρ. Ι. Τ. 361, Θουκ. 3. 40, Λυσ. 189. 14· [[οὕτως]], ἀμν. τι [[περί]] τινος Θουκ. 5. 18: - ἐξηρτημέναι προτάσεις προστίθενται ἢ κατὰ μετοχ., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; λησμονεῖς τὴν πρᾶξίν σου; Πλάτ. Θεαίτ. 207D, ἢ εἰδικῶς διὰ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 474D· - ὁ ἐσφαλμένος [[τύπος]] -μονεύω εὕρηται παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, ὡς ἄλλ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 612D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 18· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 566.
|lstext='''ἀμνημονέω''': Αἰσχ., κτλ.: μέλλ. -ήσω, Ἰσοκρ. 285Ε: ἀόρ. ἠμνημόνησα, ὁ αὐτ. 96D, Ξεν., κτλ: - εἶμαι [[ἀμνήμων]], [[ἐπιλήσμων]], λησμονῶ, ἀπολ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 24, Εὐρ. Ὀρ. 216: - μ. γεν. δὲν ὁμιλῶ [[περί]] τινος, δὲν [[ἀναφέρω]] [[περί]] τινος, Εὐρ. Ι. Τ. 361, Θουκ. 3. 40, Λυσ. 189. 14· [[οὕτως]], ἀμν. τι [[περί]] τινος Θουκ. 5. 18: - ἐξηρτημέναι προτάσεις προστίθενται ἢ κατὰ μετοχ., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; λησμονεῖς τὴν πρᾶξίν σου; Πλάτ. Θεαίτ. 207D, ἢ εἰδικῶς διὰ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 474D· - ὁ ἐσφαλμένος [[τύπος]] -μονεύω εὕρηται παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, ὡς ἄλλ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 612D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 18· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 566.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀμνημονήσω, <i>ao.</i> ἠμνημόνησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être oublieux, oublier;<br /><b>2</b> perdre le souvenir de, oublier, omettre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνήμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm