Anonymous

ἀμετάβατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει.
}}
}}