Anonymous

ἀνάλυσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der [[σύνθεσις]], Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der [[σύνθεσις]], Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> affranchissement, libération, délivrance ; fin;<br /><b>2</b> dissolution;<br /><b>3</b> solution d'un problème.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναλύω]]), [[ἀπαλλαγή]], ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) [[διάλυσις]], Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ [[διάλυσις]] τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ [[ἐναντίον]] λέξεσι [[γένεσις]], [[σύνθεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ [[λύσις]] προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[ἀναπόδισις]], ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ [[ἀποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. [[ἀναλύω]] ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6.
|lstext='''ἀνάλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναλύω]]), [[ἀπαλλαγή]], ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) [[διάλυσις]], Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ [[διάλυσις]] τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ [[ἐναντίον]] λέξεσι [[γένεσις]], [[σύνθεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ [[λύσις]] προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[ἀναπόδισις]], ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ [[ἀποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. [[ἀναλύω]] ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> affranchissement, libération, délivrance ; fin;<br /><b>2</b> dissolution;<br /><b>3</b> solution d'un problème.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR