Anonymous

ἀμάραντος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se flétrit pas;<br /><b>2</b> ὁ [[ἀμάραντος]] amarante <i>ou</i> immortelle, <i>plantes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μαραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se flétrit pas;<br /><b>2</b> ὁ [[ἀμάραντος]] amarante <i>ou</i> immortelle, <i>plantes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μαραίνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR