Anonymous

ἀνήνοθε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] es dringt hervor (ἄνθω, [[ἄνθος]], vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε [[φόρμιγξ]] ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, [[ὄφρα]] οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] es dringt hervor (ἄνθω, [[ἄνθος]], vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε [[φόρμιγξ]] ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, [[ὄφρα]] οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d'un prés. ou d'ao.</i><br />jaillir.<br />'''Étymologie:''' DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήνοθε''': Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, [[αἷμα]] ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, [[ἀνέρχομαι]], ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ [[ἐνήνοθε]] θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι [[ἐντός]], πρβλ. [[ἐνήνοχα]] ἐκ τοῦ *ἐνέκω, [[ἐδήδοκα]] ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα [[ταῦτα]] ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, [[ὅπως]] τὸ [[ἄντομαι]] ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ [[μᾶλλον]] ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ [[ἀνθέω]] (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].
|lstext='''ἀνήνοθε''': Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, [[αἷμα]] ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, [[ἀνέρχομαι]], ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ [[ἐνήνοθε]] θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι [[ἐντός]], πρβλ. [[ἐνήνοχα]] ἐκ τοῦ *ἐνέκω, [[ἐδήδοκα]] ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα [[ταῦτα]] ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, [[ὅπως]] τὸ [[ἄντομαι]] ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ [[μᾶλλον]] ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα [[εἶναι]] πρκμ. τοῦ [[ἀνθέω]] (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d'un prés. ou d'ao.</i><br />jaillir.<br />'''Étymologie:''' DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.
}}
}}
{{lsm
{{lsm