3,277,286
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] unwiderleglich, [[μαντεία]], λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ [[δόγμα]] ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] unwiderleglich, [[μαντεία]], λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ [[δόγμα]] ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non réfuté;<br /><b>2</b> non convaincu (d'une faute);<br /><b>3</b> irréfutable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλέγχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέλεγκτος''': -ον, [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνεξέταστος]], ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ [[γλῶττα]] [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ [[ἀνέλεγκτος]] ἡ [[μαντεία]] γένοιτο, [[ἀνεξέλεγκτος]], τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, [[ἄνευ]] ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53. | |lstext='''ἀνέλεγκτος''': -ον, [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνεξέταστος]], ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ [[γλῶττα]] [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ [[ἀνέλεγκτος]] ἡ [[μαντεία]] γένοιτο, [[ἀνεξέλεγκτος]], τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, [[ἄνευ]] ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |